Σε κάθε γλώσσα υπάρχουν λέξεις αμετάφραστες, έλεγε ο Μίλαν Κούντερα. Προσπαθώντας να εξηγήσει στους δυτικούς τι σημαίνει στα ρσέχικα η λέξη «Litost», μιλούσε για το μοναχικό αλύχτισμα ενός αποδιωγμένου σκύλου που δεν έχει τρόπο να βγάλει τη νύχτα…
- Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Υπάρχουν λέξεις που δύσκολα μπορούν να αποδώσουν ένα ευθύ νόημα σε ξένους αναγνώστες, ακόμα και με τη διαμεσολάβηση μιας πιστής μετάφρασης, όσο επινοητική κι αν είναι. Στην περίπτωσή μας, είχε περιλάβει το «φιλότιμο». Στα πορτογαλικά τραγούδια του φάντο αισθάνεσαι την υγρασία μιας ομίχλης που σε τυλίγει σαν βαριά μοίρα, και στα αργεντίνικα ταγκό παρακολουθεί κανείς φιγούρες που φλέγονται από ανεκπλήρωτο ερωτικό πόθο.
Στα βραζιλιάνικα υπάρχει το jogo bonito. Μιλά για τη χαρά του παιχνιδιού σε μια στροβιλική άμιλλα, όπου μεγαλύτερη σημασία από το αποτέλεσμα έχει η ευφορία του θεάματος. Μια υπαρξιακή αρετή που υπερβαίνει την πρόσκαιρη και στυφή ικανοποίηση της επικράτησης -κάτι που επιδιώκουν μονίμως οι σκαιοί Γερμανοί, βασισμένοι πάνω σε σιδερένιους κανόνες- και δίνει κίνητρο στους ανθρώπους να χαμογελάνε μέσα στη φτώχεια τους. Αλλωστε, όπως έχουν γράψει κάποιοι σοφότεροι από μας, «το παιχνίδι προϋπήρξε του πολιτισμού». Ο άνθρωπος, προτού υψώσει Παρθενώνες, έπαιζε βόλους.
Κάποιοι αγνοί «ληξίαρχοι» του ποδοσφαίρου θυμήθηκαν ότι την περασμένη Τρίτη κλείσανε πέντε χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Πάολο Ρόσι, αυτού του Ιταλού κομήτη που μαζί με την ομάδα του, την Εθνική Ιταλίας, άλλαξε στο Μουντιάλ του 1982 τον τρόπο που παίζεται σήμερα το ποδόσφαιρο. Αμέτρητες αναλύσεις γράφτηκαν για κείνο το παιχνίδι στη Σαριά της Βαρκελώνης, στις 5 Ιουλίου του καταραμένου 1982. Σε έναν συγκλονιστικό ημιτελικό, η πάντα υπολογιστική και ύπουλη Ιταλία πέταξε απροσδόκητα έξω τους Βραζιλιάνους, που θεωρούνταν φαβορί για το τρόπαιο, με τρία γκολ του Πάολο Ρόσι, που από κατηγορούμενος για στημένα ματς κι απροπόνητος βρέθηκε από σπόντα στην ενδεκάδα κι αναδείχθηκε σε μορφή της διοργάνωσης.
Οι παλαιότεροι θυμήθηκαν την ντροπή του «Μαρακανά» το 1950, όταν η Ουρουγουάη ταπείνωσε τους υπερόπτες Βραζιλιάνους με κείνον τον απίθανο Γκίτζια και σήκωσε το Κύπελλο μέσα στην έδρα της αλαζονικής αντιπάλου, βυθίζοντας έναν ολόκληρο λαό, που αυτοκτονούσε πέφτοντας από τις βεράντες, σε βαθύ ψυχικό άλγος.
Αυτή τη φορά, όμως, όλα ήταν αλλιώς. Γιατί για τους περισσότερους, εκείνη τη μέρα πέθανε το ποδόσφαιρο. Ο σπουδαίος Ντούνγκα χαρακτήρισε εκείνη τη μαγική βραζιλιάνικη ομάδα, που δεν ήξερε να παίζει άμυνα, «σπεσιαλίστες στο να χάνουν», ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων.
Ομως, ο αρχηγός εκείνης της αέρινης ενδεκάδας, ο ντιλετάντης Σόκρατες, ένας βαθιά καλλιεργημένος, αριστερός Λατινοαμερικανός, γιατρός στο επάγγελμα και μανιώδης πότης και καπνιστής -όσα τον οδήγησαν σε πρόωρο θάνατο-, όπως κι ο φαντεζί Ζίκο -και ποιος δεν ήταν φαντεζί σε κείνη την ομάδα, αν εξαιρέσεις τον τερματοφύλακα και το ανεκδιήγητο «εννιάρι» …-, δήλωσαν, βλέποντας μακρύτερα, ότι εκείνη τη μέρα στην πραγματικότητα, «πέθανε το ποδόσφαιρο».
Η καθαρή ομορφιά του κι η μαγεία, δηλαδή, και οι φανταστικές επινοήσεις για τη χαρά του παιχνιδιού, που υποτάχθηκε βαθμηδόν στις ασφυκτικές, απρόσωπες τακτικές και στα ισοπεδωτικά συστήματα, όπου το κλείσιμο του χώρου, θεωρείται σημαντικότερο από την προσωπικότητα του παίκτη. «Εκείνη τη μέρα δεν πέθανε το ποδόσφαιρο, αλλά η αφέλεια» έγραψε ο «Γκάρντιαν». Ισως να είναι κι έτσι. Εκτοτε, όμως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, βλέπουμε ομάδες που δεν θαμπώνουν κανέναν…
Από τη στήλη «Σχοινί κορδόνι» της «Δημοκρατίας»


