Σήμερα, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, Ελβετία, Νορβηγία, Ισλανδία και Νότια Κορέα ηγούνται της λίστας των χωρών με τη μεγαλύτερη δημόσια στήριξη στους παραγωγούς τους
Θολό είναι το τοπίο για την αγροτική οικονομία σε όλο τον κόσμο. Πολλές χώρες στηρίζουν τους αγρότες μέσω επιδοτήσεων, υπάρχουν όμως και αυτές που περιορίζουν το εισόδημα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του ειδικού Τμήματος για την Παρακολούθηση και Αξιολόγηση της Αγροτικής Πολιτικής 2025.
Πολλές κυβερνήσεις, οι οποίες διαβλέπουν το πρόβλημα με την παραγωγή και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, προσπαθούν να φέρουν ισορροπία, επιδοτώντας το εισόδημα, αλλά υπάρχουν κυβερνήσεις οι οποίες τις περιορίζουν, με το πρόσχημα της στήριξης της βιωσιμότητας της πρωτογενούς παραγωγής, επενδύοντας στην καινοτομία και τη γνώση. Σήμερα, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, σύμφωνα με την έκθεση, Ελβετία, Νορβηγία, Ισλανδία και Νότια Κορέα ηγούνται της λίστας των χωρών με τη μεγαλύτερη δημόσια στήριξη προς τους παραγωγούς τους.
Οι επιδοτήσεις αντιπροσωπεύουν από το 40% έως το 49% του ακαθάριστου γεωργικού εισοδήματος, καθώς οι χώρες αυτές συνεχίζουν να εφαρμόζουν πολιτικές εγγυημένων τιμών και στήριξης που συνδέεται με την παραγωγή. Αυτές οι χώρες είναι και εκείνες οι οποίες, παράλληλα με την οικονομική στήριξη, συνδέουν την αγροτική τους πολιτική με την περιβαλλοντική προστασία και την αγροτική ευημερία, μετατρέποντας την επιδότηση από απλή οικονομική ενίσχυση σε εργαλείο κοινωνικής και οικολογικής πολιτικής.
Στον αντίποδα βρίσκονται χώρες όπως οι Αργεντινή, Βιετνάμ και Ινδία, όπου οι γεωργικές πολιτικές όχι μόνο δεν επιδοτούν, αλλά δημιουργούν καθαρά φορολογικά έσοδα για το κράτος. Η περίπτωση της Ινδίας ξεχωρίζει: σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 95% της στήριξης προς τους παραγωγούς βασίζεται σε μέτρα που στρεβλώνουν το εμπόριο και την παραγωγή, με στόχο τη διατήρηση χαμηλών τιμών τροφίμων για τους καταναλωτές των πόλεων.
Από την άλλη, Αυστραλία, Χιλή και ΗΠΑ καταγράφουν από τα χαμηλότερα ποσοστά δημόσιας βοήθειας (κάτω από 1% του αγροτικού εισοδήματος), επιλέγοντας να επενδύουν στην έρευνα, στις ασφάλειες και τις αγροτικές υποδομές. Η γενική τάση δείχνει ότι οι περισσότερες χώρες μειώνουν τα επίπεδα άμεσης οικονομικής στήριξης, δίνοντας έμφαση σε πολιτικές βιωσιμότητας και καινοτομίας. Η μεγάλη εξαίρεση είναι η Κίνα, όπου η στήριξη αυξήθηκε από 5% στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σε 13% την περίοδο 2022-2024, μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις που έχει καταγράψει ποτέ ο ΟΟΣΑ. Οι αναδυόμενες οικονομίες, με πρώτη την Κίνα, φαίνεται να ενισχύουν τον ρόλο του κράτους στην αγροτική ανάπτυξη, την ώρα που οι χώρες του ΟΟΣΑ μειώνουν τη σχετική εξάρτηση του τομέα από τις επιδοτήσεις.
Για την Ευρωπαϊκή Ενωση, η έκθεση σημειώνει πως η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) δίνει αυξανόμενη βαρύτητα στους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους. Τα Οικολογικά Σχήματα απορροφούν πλέον πάνω από το 20% των άμεσων ενισχύσεων, ενώ τουλάχιστον το 10% του προϋπολογισμού κατευθύνεται στη στήριξη μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων μέσω της αναδιανεμητικής ενίσχυσης. Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει επίσης την ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Γεωργικής Καινοτομίας (AKIS), που συντονίζει πάνω από 4.000 επιχειρησιακές ομάδες σε θέματα ψηφιοποίησης και εφαρμοσμένης έρευνας στη γεωργία.
Παρότι οι επιδοτήσεις με περιβαλλοντικά ή κοινωνικά κριτήρια εξακολουθούν να αποτελούν μειοψηφία, η κατεύθυνση είναι σαφής: η στήριξη που βασίζεται στην παραγωγή φθίνει, ενώ ενισχύονται οι πολιτικές που συνδέουν τη βιωσιμότητα με την αγροτική ανάπτυξη. Χώρες όπως η Ελβετία και το Μεξικό αναδεικνύονται ως παραδείγματα, καθώς συνδέουν πλέον μέρος των επιδοτήσεών τους με στόχους περιβαλλοντικής και κοινωνικής απόδοσης. Για την Ελλάδα καταγράφεται μια περίεργη κατάσταση, αφού οι επιδοτήσεις εξακολουθούν να αποτελούν βασικό πυλώνα του αγροτικού εισοδήματος, αλλά παραμένει ζητούμενο η μετάβαση σε ένα πιο «έξυπνο» μοντέλο στήριξης, με έμφαση στη γνώση, στην τεχνολογία και την πράσινη προσαρμογή.
Συμπερασματικά, όπως προκύπτει από την έκθεση του ΟΟΣΑ, το παγκόσμιο αγροτικό παιχνίδι τείνει να αλλάξει. Η οικονομική ενίσχυση για τον πρωτογενή τομέα εγκαταλείπεται ως ασπίδα προστασίας του αγρότη και σιγά σιγά αντικαθίσταται από επενδύσεις στη γνώση, στην καινοτομία και τη βιωσιμότητα. Επί της ουσίας γίνεται μια στροφή στους μεγαλοαγρότες ή στις επιχειρήσεις που επενδύουν στον πρωτογενή τομέα, αφήνοντας εκτός νυμφώνος τους μικρούς παραγωγούς, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να επενδύσουν στη νέα εποχή, η οποία θα στηρίζεται στην καινοτομία.
Πηγή: Εφημερίδα Έλληνας Αγρότης


