Ο Αγιος Βαρλαάμ από τη Συρία έζησε τον «χρυσούν αιώνα των Μαρτύρων της Εκκλησίας». Προκειμένου να μη θυσιάσει στα είδωλα, κράτησε αναμμένα κάρβουνα στην παλάμη, μέχρι που κάηκε
Ο Αγιος Βαρλαάμ καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας και μαρτύρησε κατά την περίοδο του μεγάλου διωγμού επί Διοκλητιανού. Δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του. Γνωρίζουμε πως όταν οδηγήθηκε στο Μαρτύριο ήταν ήδη προβεβηκώς στην ηλικία.
- Από τον Γιάννη Ζαννη
Ωστόσο, η ανδρεία που έδειξε μπροστά στο Μαρτύριο προκάλεσε τον θαυμασμό όχι μόνο των συμμαρτύρων του ή των χριστιανών της εποχής του, αλλά και δύο κορυφαίων Πατέρων της Εκκλησίας, του Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, οι οποίοι εκφώνησαν πανηγυρικούς λόγους στη μνήμη του.

Ας σημειωθεί ότι και οι δύο αυτοί Πατέρες δεν απείχαν πολύ χρονικά από τον διωγμό του Διοκλητιανού και συνεπώς γνώριζαν πολλά και από την προφορική παράδοση των συγχρόνων τους ή των λίγο μεταγενέστερων, που θα είχαν και αυτοί τις πληροφορίες τους πιθανόν από αυτόπτες μάρτυρες. Επιπλέον ο Ιερός Χρυσόστομος ήταν και ο ίδιος Αντιοχεύς στην καταγωγή, συμπατριώτης δηλαδή του Μάρτυρα. Για να γίνει πιο κατανοητό το σημείο που κίνησε τον θαυμασμό των χριστιανών για τον Μάρτυρα θα ήταν χρήσιμο να παρατεθούν κάποια ιστορικά στοιχεία της εποχής.
Συνήθως ονομάζουμε την περίοδο του μεγάλου εκείνου διωγμού, του μεγαλύτερου όσων προηγήθηκαν, «χρυσούν αιώνα των Μαρτύρων της Εκκλησίας», και πράγματι ήταν. Εκείνη την περίοδο διέλαμψαν οι μορφές κορυφαίων Μαρτύρων: Αγιος Γεώργιος, Αγιος Δημήτριος, Αγιος Νέστωρ, Αγία Αικατερίνα, Αγία Ιουλίττα και Αγιος Κήρυκος, Αγιος Θεόδωρος ο Τήρων, Αγία Μαρίνα, Αγία Βαρβάρα, Αγία Ευφημία είναι μόνο μερικά, δειγματοληπτικά, κορυφαία ονόματα σε μια «χρυσή γραμμή ατελεύτητη».

Δεν έλειψαν εκείνοι που προσήλθαν μόνοι τους στο Μαρτύριο, συχνά από μακρινά μέρη, καθώς και περιπτώσεις (που είναι και οι πλέον συγκλονιστικές) κατά τις οποίες, ενώ μέσα στα αμφιθέατρα έβλεπαν τα φρικτά εκείνα βασανιστήρια, ακουγόταν αίφνης η θαρραλέα φωνή κάποιων που δήλωναν «είμαι κι εγώ χριστιανός, είμαι κι εγώ χριστιανή», ανεξαρτήτως ηλικίας. Υπάρχουν ακόμη και δήμιοι που μεταστράφηκαν, πεπεισμένοι από το ακλόνητο θάρρος των Μαρτύρων, ότι η πίστη του Χριστού ήταν η αληθινή πίστη.
Ωστόσο, αυτή είναι η μία πλευρά. Αν εστιάσει κανείς στην εποχή μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες, θα διαπιστώσει ότι δεν ήταν καθόλου εύκολα τα πράγματα για την πλειονότητα των πιστών, διότι οι Αρχές είχαν επιστρατεύσει τα πλέον απάνθρωπα μέσα, προκειμένου να κάμψουν το φρόνημα των διωκομένων και να τους υποχρεώσουν να θυσιάσουν στους ψευδώνυμους θεούς των παγανιστών.

Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας είχε ζήσει κατά την περίοδο εκείνη και περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε, έχοντας προσωπική εμπειρία. Αναφέρει, λοιπόν, ο Ευσέβιος ότι μετά τον διωγμό του Δεκίου, που τερματίστηκε με τον θάνατο του τυράννου, το 3521 μ.Χ., ακολούθησε μια περίοδος ειρήνης για τους χριστιανούς. Η νέα πίστη εξαπλωνόταν, ιδίως στις ανατολικές επαρχίες, ναοί κτίζονταν, οι συναθροίσεις των πιστών όλο και πλήθαιναν. Ο Ευσέβιος θεωρεί ότι αυτό είχε οδηγήσει σε μια χαλάρωση του παλαιού αγωνιστικού φρονήματος και ο Θεός επέτρεψε τον διωγμό για να αφυπνιστούν και πάλι οι χριστιανοί, σε μια περίοδο μάλιστα που είχαν αρχίσει να αναφύονται τα ζιζάνια μεγάλων αιρέσεων, που θα ταλάνιζαν την Εκκλησία τις επόμενες δεκαετίες. Ο Ευσέβιος κάνει λόγο και για όσους δεν άντεξαν τη δοκιμασία και περί των «εἰς ἅπαν τῆς σωτηρίας νεναυαγηκότων».
Η Εκκλησία προέβλεψε, όμως, σαν φιλόστοργη Μητέρα, και γι’ αυτούς που δεν άντεξαν στο Μαρτύριο, αλλά δεν αρνήθηκαν στο βάθος της ψυχής τους τον Χριστό και μετανόησαν για τη σωματική τους αδυναμία ή για τη δειλία τους. Και όρισε γι’ αυτούς να εισέρχονται μόνο μέχρι τον πρόναο, τον νάρθηκα του ναού, μαζί με τους κατηχούμενους, τους αφορισμένους (που είχαν δηλαδή αποκοπεί προσωρινά από το σώμα της Εκκλησίας για διάφορα αμαρτήματα), τους χειμαζομένους (χριστιανούς που υπέπεσαν σε θανάσιμα αμαρτήματα.
Αυτοί παρέμεναν έξω από τον ναό, στο ύπαιθρο, χειμώνα καλοκαίρι, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, και ζητούσαν γονυπετείς και θρηνούντες από τους εισερχόμενους χριστιανούς να προσευχηθούν να τους συγχωρήσει ο Θεός. Δεν έπαιρναν ούτε αντίδωρο). Αλλες κατηγορίες που έμεναν στον πρόναο ήταν οι υποπίπτοντες, οι συνιστάμενοι και οι προσκλαίοντες, κατηγορία στην οποία εντάχθηκαν εκείνοι που δεν άντεξαν στα βασανιστήρια και αρνήθηκαν την πίστη τους, αλλά μόνο με τα λόγια, όχι με την καρδιά.
Ενέργειες που αντέβαιναν τους ιερούς κανόνες
Υπήρχαν, όμως, και περιπτώσεις που δεν συνέβαινε με δική τους ευθύνη κάποια ενέργεια που αντέβαινε την πίστη ή τους ιερούς κανόνες. Παραδείγματος χάριν, πολλές χριστιανές τις οδηγούσαν σε πορνεία, όπου ατιμάζονταν παρά τη θέλησή τους, μη μπορώντας να αντισταθούν στους βιαστές τους. Δεν έχουμε εδώ παράβαση των κανόνων.

Τα εγκώμια των Πατέρων στην ανδρεία ψυχή – «Ποιος θα μπορούσε να μη θαυμάσει, βλέποντάς το;» λέει ο Αγ. Χρυσόστομος. «Χαστούκισες των δαιμόνων τα πρόσωπα με το χέρι σου» λέει ο Μ. Βασίλειος
Και υπάρχουν και περιπτώσεις, όπως αυτή του Αγίου Βαρλαάμ, που έβαζαν λιβάνι στο χέρι του Μάρτυρα, το εξέτειναν πάνω από τον βωμό και υπό την καυστική δύναμη της φωτιάς το χέρι άνοιγε και έπεφτε το λιβάνι εντός του βωμού. Οι ειδωλολάτρες το εξελάμβαναν ως θυσία στους θεούς. Οχι όμως και η Εκκλησία, αφού στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για μιαν αντανακλαστική αντίδραση στον πόνο που προκαλούσε η φωτιά. Ετσι, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν καταλογιζόταν η παραμικρή ευθύνη στον Μάρτυρα. Εντούτοις, ο Αγιος Βαρλαάμ το υπερέβη και αυτό.
Ας προσέξουμε τι λέει ο Ιερός Χρυσόστομος στον εγκωμιαστικό του λόγο στον Αγιο Μάρτυρα Βαρλαάμ: «Αφού πρόσταξαν τον Μάρτυρα να απλώσει το χέρι του πάνω στον βωμό με την παλάμη ανοιχτή και προς τα επάνω, τοποθέτησαν στο χέρι του αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι. Ετσι, ο πόνος θα τον ανάγκαζε να αντιστρέψει το χέρι του (σ.σ.: και συνεπώς το λιβάνι να πέσει στον βωμό) και αυτό θα το θεωρούσαν θυσία. Βλέπετε πόσο κακούργος είναι ο διάβολος; Πρόσεξε όμως, με ποιον τρόπο «ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν» αχρήστεψε τις μεθοδείες του (του διαβόλου) και η αποκορύφωση και το ποικιλότροπο της κακουργίας του έγιναν αιτία προσθήκης μεγαλύτερης δόξας στον Μάρτυρα.

Ο μακάριος Βαρλαάμ συνέχισε να κρατά το χέρι του ακίνητο και αμετάστρεπτο, σαν να ήταν καμωμένο από σίδερο. Μολονότι, ακόμα κι αν αναστρεφόταν, δεν θα είχε ο ίδιος καμία ευθύνη. Αν υποσχόταν να θυσιάσει επειδή δεν θα άντεχε τον πόνο, ναι, θα είχε νικηθεί. Αν όμως το χέρι του αναστρεφόταν χωρίς να υποχωρήσει, αυτό δεν θα επέσυρε καμία μομφή εναντίον του. Γιατί αυτό θα συνέβαινε εξαιτίας της ατονίας των νεύρων και το χέρι θα λύγιζε χωρίς τη θέλησή του, αλλά εξαιτίας της φωτιάς ξεπερνούσε πράγματι την ανθρώπινη φύση. Δεν συνέβη όμως κάτι τέτοιο, για να καταλάβεις ότι η Χάρη του Θεού ήταν μαζί με τον αθλητή και τον ενίσχυε, αναπληρώνοντας την αδυναμία της φύσεως.
Το χέρι του δεν έπαθε όσα θα ήταν φυσικό να πάθει και, σαν να ήταν από διαμάντι φτιαγμένο, έμεινε αμετάστρεπτο. Και αναφωνεί με θαυμασμό ο Ιερός Χρυσόστομος: «Ποιος θα μπορούσε να μη θαυμάσει, βλέποντάς το; Ποιος να μη φρίξει; Εσκυβαν από τον ουρανό οι Αγγελοι, έβλεπαν οι Αρχάγγελοι, το θέαμα ήταν λαμπρό. Ποιος δεν θα ήθελε να δει άνθρωπο που αγωνίζεται, αλλά να μην υφίσταται όσα προσιδιάζουν στην ανθρώπινη φύση και να γίνεται ο ίδιος θυσιαστήριο και σφάγιο και ιερέας; Και ο καπνός ανέβαινε διπλός, ένας από το λιβάνι κι ένας από τη μαρτυρική σάρκα που καιγόταν. Και ο καπνός εκείνος, της θυσίας, ήταν πιο ευάρεστος ενώπιον του Θεού και η ευωδιά του καλύτερη».
Με τη Χάρη του Θεού, ο Αγιος Μάρτυρας Βαρλαάμ κράτησε τα αναμμένα κάρβουνα χωρίς να αναστρέψει το χέρι του, ώσπου κάηκε εντελώς από τη φωτιά. Υπέμεινε με ανδρεία το μαρτύριο, χωρίς να δώσει την ικανοποίηση στους εχθρούς της πίστης να θεωρήσουν ότι προσέφερε θυσία στους δαίμονες των ειδώλων. Και παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του αγωνοθέτη Χριστού, για να λάβει το αμάραντο στεφάνι του Μαρτυρίου.
Και ο Μέγας Βασίλειος στον εγκωμιαστικό του λόγο αναφωνεί με ιερό δέος: «Ω χέρι, δυνατότερο από τη φωτιά, χέρι που δεν έμαθες να λυγίζεις στη φωτιά! Ω φωτιά, που έμαθες να νικιέσαι από το χέρι! Το σίδερο υποχωρεί μπροστά στη δύναμη της φωτιάς, το ίδιο και ο χαλκός. Ακόμα και η σκληρότητα των λίθων νικιέται από αυτήν. Αλλά αυτή η δύναμη της φωτιάς, που καταβάλλει τα πάντα, δεν κατόρθωσε να λυγίσει το απλωμένο χέρι του Μάρτυρα. Και πώς να αποκαλέσω εσένα, γενναίε στρατιώτη του Χριστού; Ανδριάντα; Θα μειώσω πολύ την καρτερικότητά σου, αφού ο ανδριάντας μαλακώνει στη φωτιά, ενώ το χέρι σου δεν το έπεισε ούτε καν να κινηθεί. Να σε αποκαλέσω σιδερένιο; Κι αυτή την παρομοίωση την βρίσκω κατώτερη από την ανδρεία σου. Γιατί μόνος εσύ κατόρθωσες να αναγκάσεις το χέρι σου να μη νικηθεί από τη φλόγα. Μόνος εσύ έκανες την δεξιά σου θυσιαστήριο, μόνος εσύ χαστούκισες των δαιμόνων τα πρόσωπα με το χέρι σου που καιγόταν. Τότε, με το απανθρακωμένο χέρι σου συνέτριψες τα κεφάλια τους. Σήμερα, με το ίδιο αυτό αποτεφρωμένο χέρι, κατατροπώνεις και τυφλώνεις τις στρατιές τους».

Οι αγιογράφοι αποδίδουν το μεγαλείο του θριάμβου
Και στο σημείο αυτό του λόγου του, ο ουρανοφάντωρ Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας απευθύνεται στους αγιογράφους, καλώντας τους να αποδώσουν εκείνοι το μεγαλείο του θριάμβου του Μάρτυρα, προτρέποντάς τους: «Ας θρηνήσουν και πάλι τα δαιμόνια, με το να πλήττονται τώρα και από σας, που θα ζωγραφίσετε τα κατορθώματα του Μάρτυρος. Ας δουν και πάλι το χέρι του να καίγεται και να νικά. Ας ζωγραφιστεί και ο Αγωνοθέτης Χριστός, στον Οποίον ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων».


