Η υπερβολική βιασύνη του ΣΥΡΙΖΑ να δείξει ότι κλείνει η ψαλίδαΥπερβολική βιασύνη να δείξει ότι κλείνει η ψαλίδα της διαφοράς μεταξύ Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ δείχνει εσχάτως το Μαξίμου. Από τις αρχές Σεπτεμβρίου, με το καλημέρα της σεζόν, η κυβέρνηση, αξιοποιώντας δημοσκοπήσεις «εταιριών» αμφίβολης εγκυρότητας, έσπευσε να υποστηρίξει ότι η διαφορά περιορίζεται στις τέσσερις μονάδες και ο… αγών μετατρέπεται σε ντέρμπι. Φυσικά, αυτό δεν ίσχυε. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε απαραιτήτως μεταβολή στον συσχετισμό. Εχουμε. Μετά το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης η ατζέντα έπαψε να είναι μονοθεματική, ενώ το μπλοκ της αντιπολίτευσης κατά του ΣΥΡΙΖΑ διασπάστηκε. Ηταν, λοιπόν, λογικό και επόμενο οι διαφορές των 18 μονάδων που έβλεπαν ορισμένοι ονειροπαρμένοι στις μετρήσεις λόγω της ραγδαίας αποσυσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ να συρρικνωθούν.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να διαβάζεις δημοσκοπήσεις για να γνωρίζεις ότι στη νεότερη πολιτική Ιστορία, από τη Μεταπολίτευση και μετά, πλην δύο εκλογικών αναμετρήσεων, ουδέποτε ο πρώτος κέρδισε τον δεύτερο με διψήφιο ποσοστό. Οι διαφορές στον δικομματισμό είναι πάντοτε μονοψήφιες. Εάν, λοιπόν, καταγράφεται διαφοροποίηση τώρα που ξεπεράσαμε τα μισά της τετραετίας και φαίνονται αμυδρά στον ορίζοντα οι κάλπες, αυτή είναι απολύτως ερμηνεύσιμη και δεν προσφέρεται ούτε για πρόωρους πανηγυρισμούς από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε και για αδικαιολόγητους πανικούς από τη Ν.Δ. Το κρίσιμο στο πολιτικό μας σύστημα, όσο ισχύει ο εκλογικός νόμος με το μπόνους των 50 εδρών, είναι ποιο κόμμα έρχεται πρώτο και με ποιο ποσοστό.
Υπάρχει περίπτωση να προηγηθείς με πέντε μονάδες, αλλά, αν είσαι μακριά από το κατώφλι της αυτοδυναμίας μικρή αξία έχει η διαφορά. Υπάρχει, όμως, και περίπτωση να προηγηθείς δύο μονάδες, το ποσοστό σου να κινείται στο 38%-39% και να έχεις απόλυτη πλειοψηφία εδρών. Το γεγονός ότι η βιαστική Αριστερά, που δεν γνωρίζει ούτε κατ’ ελάχιστον τον κόσμο της μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης, έχει αρχίσει από τώρα να καλλιεργεί κλίμα ντέρμπι και ανατροπής (!) μόνο ευεργετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει για την εκλογική επιρροή-συνοχή της Κεντροδεξιάς.
Οσο το ματς θεωρείτο «περίπατος» για την Κεντροδεξιά και οι διαφορές με τον ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονταν αστρονομικές, τότε ψηφοφόροι μικρότερων κομμάτων, όπως του ΠΑΣΟΚ, της Ενωσης Κεντρώων και λοιποί δεξιοί, θεωρούσαν ότι έχουν την άνεση της χαλαρής ψήφου. Τώρα, όμως, που ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να παρουσιάσει την ελαφρά ανάκαμψή του ως μείζονα μεταβολή (από το 16% της άνοιξης στο 19% του χειμώνα είναι λογαριασμός γι’ αυτούς, έπεσαν από την Ακρόπολη και έμειναν όρθιοι), ακόμη και ψηφοφόροι των κομμάτων της περιφέρειας, που είναι επιφυλακτικοί με τη Ν.Δ., εξεγείρονται.
Παλαιά λειτουργούσαν τα αντιδεξιά σύνδρομα, τα οποία η Κουμουνδούρου επιχειρεί σήμερα να αναβιώσει ως αντιμητσοτακικά. Υποτιμά, όμως, μια κρίσιμη παράμετρο, ότι στην ευρύτερη κοινωνία υπάρχει αντισυριζαίικη συσπείρωση. Σε αυτήν, μάλιστα, μετέχουν μεγάλες ομάδες πρώην ψηφοφόρων Τσίπρα που ταυτίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ με την έννοια «ψέμα» και την ηγεσία του με την έννοια «ξενοκρατία».
Γιατί δεν κάνουν ένα focus group να την εντοπίσουν; Αν θέλει, λοιπόν, η Αριστερά να μετατρέψει από τώρα το παιχνίδι σε ντέρμπι, την παροτρύνουμε. Βούτυρο στο ψωμί της φιλελεύθερης παράταξης είναι η τακτική της. Αρκεί να το καταλάβει και η φιλελεύθερη παράταξη.
Μανώλης Κοττάκης


