Αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει, παράτησε τη στρατιωτική ζωή και πήγε στο βουνό, όπου έζησε με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Αποκεφαλίστηκε στις 11 Νοεμβρίου
Ο Αγιος Μηνάς έζησε στην εποχή του βασιλιά Μαξιμιανού και καταγόταν από την Αίγυπτο, οι δε γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Οταν ενηλικιώθηκε γράφτηκε στην τάξη των στρατιωτικών. Υπηρέτησε στα βασιλικά στρατεύματα, τα Νούμερα (στρατιωτικά τάγματα) τα λεγόμενα Ρουταλικά, υπό τον ηγεμόνα Αργυρίσκο, στο Κοτυάειο της Φρυγίας.
- Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου
Εκείνον τον καιρό, ο ταξίαρχος Φιρμηλιανός μάζεψε στρατιώτες και εκστράτευσε στη Β. Αφρική. Μαζί με τους στρατιώτες που πήρε ήταν και ένας νέος χριστιανός, ο Αγιος Μηνάς, που ξεχώριζε τόσο για την ανδρεία του όσο και για τη φρόνησή του. Κάποια ημέρα δόθηκε διαταγή από τον βασιλιά οι στρατιώτες να συλλαμβάνουν τους χριστιανούς και να τους βασανίζουν μέχρι ν’ αρνηθούν την πίστη τους.
Ο Μηνάς, αντιδρώντας στο ασεβές πρόσταγμα, άφησε τη στρατιωτική ζωή, έφυγε, ανέβηκε στο βουνό, που ήταν πάνω από το Κοτυάειο, και προτίμησε να ζει με τα θηρία, παρά να βρίσκεται με τους εχθρούς του Χριστού ειδωλολάτρες. Εκεί έμεινε πολλά χρόνια, καθαρίζοντας συνεχώς τον εαυτό του με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Αναψε στην καρδιά του ο πόθος της ομολογίας και του μαρτυρίου.
Κάποια μέρα, λοιπόν, που είχαν μεγάλο πανηγύρι οι ειδωλολάτρες, κατέβηκε από το βουνό και μέσα στο πλήθος κήρυξε τον Χριστό Θεό αληθινό, λέγοντας περίπου αυτά τα λόγια: «Μάθετε καλά ότι ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Χριστός, αυτά δε που σεις λατρεύετε είναι ξύλα αναίσθητα». Ολοι συγκεντρώθηκαν γύρω του γεμάτοι απορία για το πώς τόλμησε αυτός να κάνει μια τέτοια ομολογία.
Οσοι πάλι ήταν κρυφοί χριστιανοί χάρηκαν για το θάρρος του Αγίου. Οι ειδωλολάτρες έπιασαν τον Αγιο και χτυπώντας τον τον έφεραν μπροστά στον ηγεμόνα της πόλεως Πύρρο. Ο Πύρρος, λέει ο συναξαριστής, σεβάστηκε τον Αγιο εξαιτίας της ηλικίας του -ήταν τότε πενήντα ετών- και της σεβάσμιας μορφής του. Τον ρώτησε, λοιπόν, με ηρεμία: «Ποιος είσαι, άνθρωπέ μου, από πού είσαι και ποια είναι η θρησκεία σου;»
Φυλάκιση
«Πατρίδα μου είναι η Αίγυπτος», αποκρίθηκε ο Αγιος, «ονομάζομαι Μηνάς και ήμουν κάποτε στρατιώτης. Επειδή όμως είστε ασεβείς και ειδωλολάτρες, άφησα το στράτευμα και πήγα στο βουνό. Τώρα, δε, ήλθα να παρουσιαστώ μπροστά σε όλους και να ομολογήσω την πίστη μου στον Χριστό, για να με ομολογήσει και εκείνος σαν δούλο του στη βασιλεία των ουρανών, όπως το λέγει και μόνος του: “Οστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς”».
Θυμωμένος ο Πύρρος από την απάντηση διατάζει τη φυλάκιση του Μηνά μέχρι να σκεφτεί πώς θα τον θανατώσει. Το άλλο πρωί, αφού είχε τελειώσει πλέον η εορτή, έφερε πάλι ο ηγεμόνας τον Αγιο μπροστά του και τον κατηγόρησε για δύο λόγους: πρώτα διότι άφησε την υπηρεσία του βασιλιά στον στρατό και, δεύτερον, επειδή τόλμησε να μιλήσει με ασέβεια εμπρός σε τόσο πλήθος κατά τη διάρκεια της εορτής.
Ο Αγιος τότε με θάρρος προσπάθησε ν’ απολογηθεί: «Ναι, άρχοντα, έτσι πρέπει να ομολογούμε, φανερά και με θάρρος, και να μην φοβούμεθα, καθώς εκείνος είπε “από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι” (Ματθ. ι’ 28), αλλά να τον κηρύττουμε με την καρδιά και με τα λόγια, όπως ο Απόστολος Παύλος μάς δίδαξε, λέγοντας: “Καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν”» (Ρωμ. ι’ 10).
Και ο άρχοντας απάντησε: «Βλέπω, Μηνά, ότι δεν είσαι νέος άμυαλος, για να μην καταλαβαίνεις το συμφέρον σου. Βρίσκεσαι πλέον σε γεροντική ηλικία. Μη φανείς ανόητος και αφήσεις τη γλυκιά ζωή προτιμώντας τον θάνατο. Σκέψου φρόνιμα και θα τιμηθείς από τον βασιλιά, αλλά και οι θεοί θα σε συγχωρήσουν, και ας τους ύβρισες χθες». Ο Αγιος γέλασε και αποκρίθηκε: «Τίποτα δεν είναι ικανό να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου, ούτε τιμές, αλλά ούτε και βασανιστήρια. Δοκίμασε, αν θέλεις, και θα δεις».
Άκαμπτο φρόνημα
Τότε, ο Πύρρος με πολύ θυμό λέγει στους στρατιώτες: «Πιάστε αυτόν τον ασεβή και τεντώστε τα μέλη του και χτυπήστε τον αλύπητα, για ν’ απολαύσει ό,τι ζητάει». Δυο και τρεις φορές άλλαξαν οι στρατιώτες, επειδή κουράζονταν, αλλά ο Αγιος καρτερικά υπέμενε, ώστε όλοι απορούσαν και τον θαύμαζαν. Κάποιος παλιός φίλος του Αγίου, στρατιώτης, που λεγόταν Πηγάσιος, βλέποντας το καταπληγωμένο σώμα του Αγίου, τον πλησίασε και του είπε: «Δεν βλέπεις, Μηνά, ότι διαλύθηκε το σώμα σου από τις πληγές; Θέλεις να πεθάνεις άδικα; Πες ότι θα θυσιάσεις, και ο Θεός σου θα σε συγχωρήσει, γιατί βλέπει ότι δεν το κάνεις με τη θέλησή σου».

Ο Αγιος τότε, με ιερή αγανάκτηση, του απαντά: «Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν (Ψαλμ. στ’ 9). Φύγε από μένα, εχθρέ της αλήθειας, που δεν είσαι φίλος. Εγώ τον Χριστό μου μόνο λατρεύω και θα με δυναμώσει να υποφέρω τις πληγές». Βλέποντας ο Πύρρος το άκαμπτο φρόνημα του Αγίου, διέταξε να τον δέσουν ψηλά σε ξύλο όρθιο και με σιδερένια νύχια να του σκίζουν τις σάρκες του.
Ενώ ο Αγιος υφίστατο αυτό το σκληρό μαρτύριο, ο άρχοντας τον περιέπαιζε λέγοντας:
-Κατάλαβες, Μηνά, καθόλου πόνο στο σώμα σου, ή θέλεις να σου προσθέσουμε κι άλλες τιμωρίες για να χαρείς περισσότερο;
-Τι νομίζεις, άρχοντα, ότι με τέτοια παιγνίδια θα με αποσπάσεις από την ορθή πίστη; αποκρίνεται ο Μηνάς.
-Αφησε την κακή επιμονή, Μηνά, και δήλωσε υποταγή στον βασιλιά Μαξιμιανό, τον συμβουλεύει ο Πύρρος.
-Δεν αρνούμαι εγώ, άρχοντα, τον αιώνιο και ουράνιο βασιλιά για να υποταχτώ στον φθαρτό και γήινο.
Βλέποντας ο Πύρρος τη σταθερότητα του Αγίου, προσπαθεί με άλλον τρόπο να τον κερδίσει.
-Ποιος είναι αυτός ο αιώνιος βασιλιάς, Μηνά;
-Ο Ιησούς Χριστός είναι, ο Υιός του Θεού, εις τον οποίον υποτάσσονται γη και ουρανός.
-Και δεν ξέρεις ότι γι’ αυτό το όνομα οργίζονται οι αυτοκράτορες και διατάζουν να τιμωρούμε χωρίς έλεος;
-Αν οργίζονται οι αυτοκράτορες, εμένα δεν με στενοχωρεί, ούτε το σκέπτομαι. Εγώ έχω έναν σκοπό, να πεθάνω ομολογώντας τον Χριστό, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότητα ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. Η’ 35).
Στη συνέχεια, ο Μάρτυρας υπομένει σειρά βασανιστηρίων. Του τρίβουν το πληγωμένο σώμα με τρίχινο ύφασμα και του καίουν τα μέλη με αναμμένες λαμπάδες.
Τα λόγια του κατά την ώρα των φοβερών μαρτυρίων είναι:
-Σήμερα βγάζω τα δερμάτινα ενδύματα της αμαρτίας και παίρνω το φωτεινό ένδυμα της Βασιλείας του Θεού. Εχω τον Χριστό μου βοηθό, που είπε να μην φοβούμεθα «από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι».
Ο Πύρρος απορούσε με τη συμπεριφορά του μάρτυρα και του λέγει:
-Πες μου, Μηνά, από πού σου ήλθε τόση σοφία και απαντάς έτσι εσύ, ένας στρατιώτης συνηθισμένος σε πολέμους και σφαγές;
-Ο Θεός μου μού δίνει τη σοφία για να ελέγχω την ασέβειά σας. Αυτός είπε: «Οταν πάτε μπροστά σε τυράννους για το όνομά μου, μην σκεφθείτε τι θα πήτε, διότι θα σας δοθεί εκείνη την ώρα σοφία, η ου δυνήσονται αντειπείν, ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ. κα’ 15).
-Γνώριζε ο Χριστός σας ότι πρόκειται οι χριστιανοί να τιμωρηθείτε από μας; ρωτά ο Πύρρος.
-Επειδή είναι αληθινός Θεός, βεβαίως το γνώριζε.
Ο άρχοντας δεν ήξερε πλέον τι άλλο να πει, και προσπαθεί πάλι να πετύχει τον σκοπό του λέγοντας:
-Αφησε τα μάταια λόγια, Μηνά, και διάλεξε ένα από τα δύο: ή τη φιλία σου με μας, κερδίζοντας τη ζωή σου, ή την ομολογία στον Χριστό σου, κερδίζοντας τον θάνατο.
-Με τον Χριστό μου ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα.
-Σε λυπάμαι, Μηνά, να σε θανατώσω. Εχεις μία ώρα ακόμα να σκεφτείς και να αποφασίσεις για τη σωτηρία σου.
-Και δέκα χρόνια να μ’ αφήσεις, δεν πρόκειται να αποφασίσω κάτι άλλο από αυτό: να κηρύττω τον Χριστό μου Θεό αληθινό και να ονομάζω τους δικούς σας θεούς ξύλα και δαιμόνια.
Το μαρτυρικό τέλος και τα θαύματά του
Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν σκληρότερα, μέχρι που ένας από τους στρατιώτες του άρχοντα, που λεγόταν Ηλιόδωρος, συμβούλευσε τον Πύρρο λέγοντας:
-Αφέντη μου, οι χριστιανοί, όπως και συ ξέρεις, είναι πολύ επίμονοι και δεν αλλάζουν γνώμη. Για να απαλλαγείς, λοιπόν, απ’ αυτόν διάταξε να τον αποκεφαλίσουν.
Ο Πύρρος συμφώνησε και έδωσε εντολή για τη θανάτωση με αποκεφαλισμό. Ενώ βάδιζε ο Αγιος για τον τόπο της καταδίκης του, είπε σε μερικούς κρυφούς χριστιανούς, που ακολουθούσαν:
-Σας παρακαλώ, μετά τον θάνατό μου να πάρετε το σώμα μου και να το πάτε στην πατρίδα μου, την Αίγυπτο.
Μόλις έφθασαν στο καθορισμένο μέρος, ο Μάρτυρας ύψωσε τα χέρια του και προσευχόμενος έλεγε:
-Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, γιατί με αξίωσες να γίνω κοινωνός των παθημάτων. Σ’ ευχαριστώ, γιατί με κράτησες σταθερό στην ομολογία μου. Σε παρακαλώ, παράλαβε την ψυχή μου στη Βασιλεία Σου.
Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του Αγίου. Τον αποκεφάλισαν στις 11 Νοεμβρίου. Το σώμα του και το κεφάλι του τα έριξαν στη φωτιά. Ο,τι απέμεινε το πήραν οι χριστιανοί και το πήγαν στην Αίγυπτο, κατά την παραγγελία του Αγίου.
Ο Μεγαλομάρτυρας Μηνάς έλαβε τη χάρη να κάνει θαύματα, μερικά από τα οποία αναφέρουμε:
Ο αργυρός δίσκος: Κάποιος χριστιανός πλούσιος υποσχέθηκε να δωρίσει έναν δίσκο αργυρό στην εκκλησία του Αγίου. Πήγε, λοιπόν, στον χρυσοχόο και του είπε να κατασκευάσει δύο δίσκους και να γράψει πάνω στον έναν το όνομα του Αγίου και στον άλλον το δικό του. Οταν πήγε να τους πάρει, είδε ότι του Αγίου ήταν ωραιότερος. Τον κράτησε, λοιπόν, χωρίς να σκεφτεί, για δικό του. Ταξιδεύοντας στη θάλασσα, του έφερε ο υπηρέτης του, ενώ έτρωγε, τον δίσκο του Αγίου με φαγητά. Οταν τελείωσε το γεύμα, ο υπηρέτης πήρε τον δίσκο για να τον πλύνει στη θάλασσα, του έφυγε όμως από τα χέρια και έπεσε στον βυθό. Ο υπηρέτης φοβήθηκε και έπεσε κι αυτός στη θάλασσα για να τον βρει. Βλέποντας αυτά ο αφέντης του, κατάλαβε το σφάλμα του και έλεγε: «Αλίμονό μου, επειδή κράτησα τον δίσκο του Αγίου έχασα και τον δούλο μου. Θεέ μου, σε παρακαλώ να βρω έστω το λείψανο του δούλου μου και να προσφέρω δυο δίσκους στον Αγιο».
Βγήκε από το πλοίο και έψαχνε στην παραλία, ελπίζοντας να δει τον νεκρό δούλο του. Τότε, βλέπει τον υπηρέτη του ζώντα να βγαίνει από τη θάλασσα κρατώντας τον δίσκο του Αγίου. Ολοι όσοι ταξίδευαν με το πλοίο είδαν το θαύμα και δόξασαν τον Θεό. Ο δε δούλος διηγήθηκε τα εξής: «Μόλις έπεσα στη θάλασσα, ήλθαν και με πήραν τρεις άνδρες. Ο ένας ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία και φορούσε στρατιωτική στολή, ο άλλος ήταν πολύ νέος και ο τρίτος ήταν διάκονος. Αυτοί από τον βυθό με οδήγησαν μέχρι την παραλία. Οι τρεις εκείνοι άνθρωποι ήταν ο Αγιος Μηνάς, ο νέος ήταν ο Αγιος Βίκτωρ και ο διάκονος ο Αγιος Βικέντιος, οι οποίοι μαρτύρησαν την ίδια ημέρα (11 Νοεμβρίου). Ο Αγιος Βίκτωρ στις 11 Νοεμβρίου του 160, ο Αγιος Βικέντιος στις 11 Νοεμβρίου του 235 και ο Αγιος Μηνάς στις 11 Νοεμβρίου του 296.
Τους θεράπευσε: Αλλοτε πάλι ήρθαν στον ναό του Αγίου ένας χωλός και μια γυναίκα μουγκή, για να ζητήσουν θεραπεία. Κατά τα μεσάνυχτα, ενώ κοιμούνταν, παρουσιάζεται ο Αγιος στον χωλό και του λέγει: «Τώρα που είναι ησυχία, πήγαινε και πάρε το σκέπασμα της βωβής και θα γίνεις καλά». Τραβώντας το σκέπασμα ο χωλός τρόμαξε η μουγκή και φώναξε, κατηγορώντας τον. Εκείνος πάλι ντροπιάστηκε και έφυγε τρέχοντας. Ετσι θεραπεύτηκαν και οι δύο.
Ο Εβραίος και ο Χριστιανός: Κάποιος Εβραίος είχε φίλο χριστιανό, στον οποίο εμπιστευόταν χρήματα όταν επρόκειτο να ταξιδέψει. Μια φορά, λοιπόν, του άφησε πεντακόσια νομίσματα. Οταν γύρισε ο Εβραίος, ο χριστιανός αρνήθηκε λέγοντας: «Αυτή τη φορά δεν μου άφησες τίποτα. Τι μου ζητάς, λοιπόν;» Ο Εβραίος ξαφνιάστηκε από τη συμπεριφορά του φίλου του και του πρότεινε: «Για να διαλυθεί αυτή η αμφιβολία, επειδή δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας όταν σου παρέδωσα τα χρήματα, να πάμε στον Ναό του Αγίου Μηνά, να δηλώσεις με όρκο ότι δεν πήρες τα πεντακόσια νομίσματα». Πήγαν, λοιπόν, χωρίς αργοπορία, και ο χριστιανός αρνήθηκε με όρκο. Μόλις βγήκαν από τον ναό ανέβηκαν στα άλογά τους για να φύγουν. Του χριστιανού το άλογο ήταν αγριεμένο και σε μια στροφή τον έριξε κάτω. Δεν χτύπησε, αλλά έχασε το κλειδί του και τη χρυσή σφραγίδα του.
Συνέχισαν τον δρόμο τους και σταμάτησαν κάπου για να φάνε. Ενώ έτρωγαν, βλέπει ο χριστιανός τον δούλο του να έρχεται τρέχοντας, κρατώντας στο ένα χέρι το κλειδί και τη σφραγίδα του, και στο άλλο το βαλάντιο με τα χρήματα του Εβραίου. Εκπληκτος ο χριστιανός ρώτησε τον υπηρέτη του: «Τι είναι όλα αυτά;» Και εκείνος αποκρίθηκε: «Κάποιος γρήγορος καβαλάρης ήλθε στην κυρία μου και, δίνοντάς της το κλειδί και τη σφραγίδα σου, της είπε: “Στείλε γρήγορα το βαλάντιο του Εβραίου στον άντρα σου για να μην κινδυνεύσει η ζωή του”. Ο Εβραίος χαρούμενος και ο χριστιανός μετανιωμένος για την πράξη του γύρισαν στον ναό, και ο μεν Εβραίος παρακαλούσε να βαπτιστεί, ο δε χριστιανός ζητούσε συγχώρεση για τον ψεύτικο όρκο του».
Το Πάσχα του 1826: Κατά το έτος 1826, την εποχή του τρόμου και των σφαγών, οι Τούρκοι του Ηρακλείου Κρήτης νόμισαν ότι κατάλληλη ευκαιρία να εκδηλώσουν τη μανία τους κατά των χριστιανών ήταν η ημέρα του Πάσχα, 18 Απριλίου, οπότε θα έβρισκαν μαζεμένους τους χριστιανούς στον Μητροπολιτικό Ναό που φέρει το όνομα του Αγίου Μηνά, πολιούχου του Ηρακλείου. Κατά την ώρα που διαβαζόταν το Ευαγγέλιο, κύκλωσαν οι άπιστοι τον ναό με σκοπό να αρχίσουν τη σφαγή. Ξαφνικά, όμως, κάποιος γέρος εμφανίζεται έφιππος και τρέχει γύρω από την εκκλησία με γυμνό ξίφος, διώχνοντας τους εχθρούς.
Οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή, επειδή καταλήφθηκαν από περίεργο φόβο. Ετσι ο Μεγαλομάρτυς Μηνάς έσωσε τους πιστούς. Οι Τούρκοι έκαναν σύγχυση και νόμισαν ότι ο Αγιος ήταν ο πρώτος των προκρίτων που τον έστειλε ο διοικητής της πόλεως για να ματαιώσει τη σφαγή. Πήγαν, λοιπόν, στον διοικητή και διαμαρτυρήθηκαν. Αυτός όμως δεν γνώριζε τίποτε, διαπιστώθηκε δε ότι ο πρώτος των προκρίτων δεν είχε φύγει καθόλου από το σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Ετσι, το θαύμα διαδόθηκε από τους ίδιους τους Τούρκους, πολλοί από τους οποίους κάθε χρόνο προσέφεραν και δώρα στον Αγιο. Γι’ αυτό το θαύμα έγινε σύσκεψη μεταξύ των Επισκόπων Αρκαδίας Μαξίμου, Σητείας Μελετίου και Πέτρας Δωροθέου, και θεσπίστηκε κάθε χρόνο την Τρίτη της Διακαινησίμου να εορτάζεται. Αυτή την ημέρα, που θεωρείται η δεύτερη ετήσια εορτή του Αγίου, εκτίθεται σε προσκύνηση στη Μητρόπολη το άγιο λείψανο.
Ελ Αλαμέιν: Μετά την κατάκτηση της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Αξονα, λίγος Ελληνικός Στρατός πέρασε στην Αίγυπτο, πατρίδα του Αγίου, και από εκεί συνέχισε να μάχεται για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης Ελλάδος. Σπουδαία ήταν η μάχη του Ελ Αλαμέιν (1942), όταν οι συμμαχικές δυνάμεις ανέκοψαν την πορεία του Ρόμελ. Το «Ελ Αλαμέιν» είναι αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά, πήρε δε αυτό το όνομα διότι εκεί βρίσκεται Ναός του Αγίου Μηνά και υπάρχει η παράδοση ότι εκεί ήταν ο τάφος του.
Οταν, λοιπόν, οι στρατιές του Ρόμελ βάδιζαν κατά της Αλεξάνδρειας, έφτασαν στο Ελ Αλαμέιν και στρατοπέδευσαν εκείνη τη νύχτα για να επιτεθούν το πρωί. Αυτή τη νύχτα είδαν μερικοί ευσεβείς να βγαίνει από τα ερείπια του ναού αυτού ο Αγιος και να οδηγεί καμήλες, όπως ακριβώς εικονίζεται σε μια τοιχογραφία, όταν έσωσε κάποιο καραβάνι. Τους εχθρούς τούς κατέλαβε πανικός και η έκταση της καταστροφής ήταν μεγάλη. Αυτό το θαύμα εκτιμώντας οι αλλόδοξοι σύμμαχοι πρόσφεραν στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας τον τόπο εκείνον για να ξαναχτιστεί ο Ναός του Αγίου και να ιδρυθεί και μοναστήρι.
Απολυτίκιον
«Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον
Τους μεγίστους αγώνας του μαρτυρίου σου, καρτεροψύχως ανύσας Μεγαλομάρτυς Μηνά, ουρανίων δωρεών λαμπρώς ηξίωσαι, και θαυμάτων αυτουργός, εκ Θεού αναδειχθείς, προστάτης ημίν εδόθης, και βοηθός εν ανάγκαις, και αντιλήπτωρ εναργέστατος».


