Στιγμές συγκίνησης στη συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τον Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ στη Νίκαια της Βιθυνίας, με αφορμή τα 1.700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Κοινή Διακήρυξη με μηνύματα υπέρ της ενότητας των χριστιανών και υπέρ της ειρήνης
Η ενότητα των Εκκλησιών, η κοινή ημερομηνία του Πάσχα και οι πόλεμοι που ματώνουν τον κόσμο βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνάντησης του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τον Πάπα Ρώμης Λέοντα ΙΔ΄.
- Από τον Απόστολο Σπύρου
Στην Κοινή Διακήρυξη που υπέγραψαν το Σάββατο 29 Νοεμβρίου στο Φανάρι, οι δύο προκαθήμενοι υψώνουν μια ήρεμη, αλλά σταθερή κραυγή ειρήνης, καλώντας σε συμφιλίωση, ενότητα και σεβασμό της ανθρώπινης ζωής.
Παράλληλα, αίσθηση προκάλεσε η ανάγνωση του «Πιστεύω» στη Νίκαια με την ορθόδοξη φράση «το Πνεύμα το Αγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», χωρίς το Filioque («και εκ του Υιού»). Μια πράξη βαθύτατου συμβολισμού, που υπογράμμισε τη διάθεση προσέγγισης, χωρίς να συνεπάγεται δογματική ή θεολογική αλλαγή.

Ο Πάπας επισκέφθηκε την Τουρκία από την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου, για να παραστεί στις εκδηλώσεις που πραγματοποίησε η Μητέρα Εκκλησία με αφορμή τη συμπλήρωση 1.700 ετών από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Κατά την πρώτη ημέρα της επίσκεψής του συνάντησε το μεσημέρι στην Αγκυρα τον πρόεδρο Ερντογάν, παρουσία και του Οικουμενικού Πατριάρχη, σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού. Η συνάντηση και η υποδοχή του Πάπα φαίνεται να λειτούργησαν και ως διπλωματικό παιχνίδι, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του Τούρκου προέδρου ως οικοδεσπότη. Το απόγευμα μετακινήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Επισκέφθηκε τον Καθεδρικό του Αγίου Πνεύματος και το Γαλλικό Πτωχοκομείο και αργότερα αναχώρησε μαζί με τον Πατριάρχη για τη Νίκαια. Τόπο όπου πριν 1.700 χρόνια οι 318 Θεοφόροι Πατέρες αντιμετώπισαν την αίρεση του Αρειανισμού. Πλησίον της βασιλικής του Αγίου Μάρτυρα Νεοφύτου οι προκαθήμενοι της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης, παρουσία εκπροσώπων άλλων χριστιανικών δογμάτων, πραγματοποίησαν μια ιστορική συνάντηση. Ηταν η πρώτη φορά που ο Ποντίφικας επισκέφθηκε τη Νίκαια, και η κοινή προσευχή τους έστειλε μήνυμα ενότητας, ειδικά μπροστά στις σημερινές γεωπολιτικές προκλήσεις.

Το «Πιστεύω»
Σε μια συμβολική αλλά ιστορικά σημαντική κίνηση, ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος απήγγειλαν από κοινού το Σύμβολο της Πίστεως στη Νίκαια της Βιθυνίας, χρησιμοποιώντας την ορθόδοξη διατύπωση «το Πνεύμα το Αγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», δηλαδή χωρίς το περίφημο Filioque («και εκ του Υιού») που αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους του Μεγάλου Σχίσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Παρά τον ισχυρό συμβολισμό της κίνησης, στην πράξη δεν σημαίνει κάτι ουσιαστικό, καθώς δεν συνοδεύτηκε από καμία δεσμευτική αλλαγή ή νέο θεολογικό βήμα· πρόκειται περισσότερο για μια διπλωματική χειρονομία που στέλνει μήνυμα καλής θέλησης και διαλόγου. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπενθύμισε ότι το Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας αποτελεί «σπόρο ολόκληρης της χριστιανικής ύπαρξης» και κάλεσε να «ακούσουμε όλες τις φωνές των πιστών για ενότητα», στέλνοντας μήνυμα νίκης της πίστης και της αλήθειας. Το Σάββατο επισκέφθηκε το Μπλε Τζαμί και την εκκλησία Mor Efrem και στη συνέχεια κορυφώθηκε η επίσκεψη με την υπογραφή της Κοινής Διακήρυξης στο Πατριαρχικό Μέγαρο.
Η επίσκεψη ολοκληρώθηκε την Κυριακή 30 Νοεμβρίου, με μήνυμα ειρήνης μετά τη θεία λειτουργία στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Κεντρικό σημείο του κειμένου αποτελεί η 1.700ή επέτειος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, η οποία παρουσιάζεται ως θεμέλιο της κοινής χριστιανικής πίστης. Οι δύο προκαθήμενοι τονίζουν ότι το δόγμα της Νικαίας εξακολουθεί να αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς και πρόσκληση για ενότητα μπροστά στις σημερινές προκλήσεις.

Επιθυμία για κοινό Πάσχα
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο γεγονός ότι το Πάσχα του 2025 εορτάστηκε φέτος την ίδια ημέρα από όλους τους χριστιανούς, κάτι που αναγνωρίζεται ως θετικό βήμα. Εκφράζεται δε η επιθυμία να βρεθεί μόνιμη λύση για κοινό εορτασμό στο μέλλον. Υπενθυμίζουν, επίσης, την 60ή επέτειο της άρσης των αναθεμάτων του 1054, επισημαίνοντας ότι αυτή άνοιξε τον δρόμο για τον θεολογικό διάλογο και καλούν όσους εξακολουθούν να διστάζουν να υποστηρίξουν την προσπάθεια επαναπροσέγγισης.
Η ανάγκη για διαθρησκειακό διάλογο και οι σύγχρονες προκλήσεις του κλίματος και της Τεχνητής Νοημοσύνης
Παράλληλα, καταδικάζουν με έντονο τρόπο τη χρήση της θρησκείας για δικαιολόγηση βίας, απευθύνουν έκκληση για ειρήνη σε παγκόσμιο επίπεδο και υπογραμμίζουν την ανάγκη για διαθρησκειακό διάλογο, δικαιοσύνη και προστασία της δημιουργίας. Συνολικά, το κείμενο τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω συνεργασία, προσευχή και αδελφικούς δεσμούς μεταξύ των Εκκλησιών, κλείνοντας με ευχή για χάρη και ενότητα σε όλη την ανθρωπότητα.

Κι όμως, παρά τον υψηλό συμβολισμό και τις μεγάλες αναφορές, η διακήρυξη παραμένει σε επίπεδο καλών προθέσεων και γενικών διατυπώσεων, χωρίς να παρουσιάζει κάποιο συγκεκριμένο, νέο ή πρακτικό βήμα προς την ενότητα των Εκκλησιών, ενώ παράλληλα δεν θίγει ουσιαστικά δογματικά ζητήματα ή διαφορές μεταξύ των Εκκλησιών.
Συλλειτούργησαν
Οι δύο προκαθήμενοι επανέλαβαν το μήνυμα ειρήνης και την Κυριακή 30 Νοεμβρίου, μετά τη θεία λειτουργία στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Προεξήρχε ο Παναγιότατος και συλλειτούργησε ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Θεόδωρος. Συμμετείχαν Ιεράρχες των δύο Εκκλησιών, εκπρόσωποι άλλων χριστιανικών ομολογιών, διπλωμάτες, άλλοι επίσημοι και πιστοί. Την ελληνική κυβέρνηση εκπροσώπησε ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Λοβέρδος.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έδωσε έμφαση στον διαθρησκευτικό διάλογο, αναφέρθηκε στις κρίσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή και υπογράμμισε ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ τόνισε την ανάγκη δέσμευσης για την αποκατάσταση της ενότητας, ενώ έκανε αναφορές στις σύγχρονες προκλήσεις του κλίματος και της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Τρεις άξονες
Κατά τις ομιλίες τους, λοιπόν, οι δύο προκαθήμενοι ανέδειξαν τρεις κεντρικούς άξονες με άμεση παγκόσμια σημασία: Πρώτον, το Πάσχα ως ένδειξη ενότητας, επισημαίνοντας ότι η κοινή ημερομηνία αποτελεί ορατό σημείο σύγκλισης μεταξύ των Εκκλησιών και υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ορθόδοξη διαβούλευση αντί για μονοπρόσωπες αποφάσεις. Δεύτερον, τα θέματα του κλίματος και της Τεχνητής Νοημοσύνης, με αναφορά στην απομάκρυνση του ανθρώπου από το φυσικό περιβάλλον μετά την πανδημία και τον ανεξέλεγκτο ρυθμό ανάπτυξης της Τεχνητής Νοημοσύνης· η έκκληση του Πάπα κρίθηκε επίκαιρη, καθώς αφορά την παγκόσμια κοινωνία πέρα από θρησκευτικές διαφορές.

Τρίτον, οι πόλεμοι και ο εκτοπισμός χριστιανικών πληθυσμών, με αναφορά στις συνεχιζόμενες συγκρούσεις από την Ουκρανία μέχρι τη Μέση Ανατολή, το «λίκνο της χριστιανοσύνης», τονίζοντας ότι οι χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής είναι αυτόχθονες και «δεν μπορούν να εξοριστούν από τη χώρα τους», ενώ η προστασία τους αποτελεί ζήτημα διεθνούς ευθύνης. Στο τέλος της θείας λειτουργίας οι δύο προκαθήμενοι ευλόγησαν τους πιστούς από τον εξώστη του Πατριαρχικού Οίκου. Ο Πάπας, αφού παρακάθισε σε γεύμα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αναχωρήσει το απόγευμα της Κυριακής αεροπορικώς από την Κωνσταντινούπολη για τη Βηρυτό, όπου συνέχισε την αποστολική του περιοδεία στο δεύτερο σκέλος της.
Η συνάντηση του Πατριάρχη με τον Πάπα συνιστά, αδιαμφισβήτητα, μία μεγάλη ιστορική στιγμή. Το Φανάρι μετατράπηκε σε επίκεντρο παγκόσμιου ενδιαφέροντος, με δεκάδες διεθνείς δημοσιογράφους, τηλεοπτικά συνεργεία και ανταποκριτές μεγάλων πρακτορείων να καλύπτουν βήμα προς βήμα την επίσκεψη. Οι εικόνες, τα σχόλια και οι ανταποκρίσεις τους ανέδειξαν όχι μόνο το τελετουργικό βάρος της συνάντησης, αλλά και το ευρύτερο μήνυμα που εκπέμπει για την πορεία του διαχριστιανικού διαλόγου σε μια εποχή γεμάτη εντάσεις, πολέμους και αναζητήσεις για νέες γέφυρες επικοινωνίας.

Οι εύλογοι ψίθυροι για τις απουσίες
Παρά τη μεγάλη προβολή, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος και ο Πατριάρχης Αντιοχείας κ. Ιωάννης δεν παρέστησαν, επιλογή που δεν πέρασε απαρατήρητη και προκάλεσε εύλογους ψιθύρους. Κάποιοι μίλησαν για θεσμικές και κανονικές ευαισθησίες, άλλοι για γεωπολιτικές ισορροπίες που πάντα απαιτούν λεπτούς χειρισμούς, ενώ δεν έλειψαν και όσοι ερμήνευσαν την απουσία τους ως μια σιωπηρή επιφύλαξη απέναντι στο να παραστούν χωρίς να συμμετάσχουν στην υπογραφή της διακήρυξης.

Οι εκπρόσωποί τους που παρέστησαν έδωσαν μια νότα παρουσίας, για να απαλύνουν την απουσία και να διατηρηθεί το πνεύμα της συνεργασίας, αφήνοντας ωστόσο μια διακριτική αλλά αισθητή σκιά στην κατά τα άλλα ιστορική και εντυπωσιακή εικόνα της συνάντησης.



