Από πού αντλείς το δικαίωμα να πεις πώς θα ζήσουν οι τραγικοί γονείς, τα παιδιά των οποίων δολοφονήθηκαν στα Τέμπη;
Εχει ξεφύγει καιρό τώρα η κατάσταση με συγκεκριμένους «τηλεδικαστές» των πρωινών εκπομπών. Δεν είναι η νέα μόδα -ρίχνουμε στην κατσαρόλα την ενημέρωση με την ψυχαγωγία και ένας θεός ξέρει τι σούπα θα βγάλει- που με χαλάει. Αλλωστε, όταν βλέπω κάποιον να κρίνει με ύφος «δίκη της Νυρεμβέργης» από τον Ρουβά μέχρι τον Τσίπρα και την Καρυστιανού, περισσότερο γελάω. Και βέβαια δεν είναι όλοι ίδιοι, καθώς υπάρχουν στην τηλεόραση και σε αυτές τις εκπομπές εκείνοι που σέβονται τη δημοσιογραφία και τις αρχές της.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Αυτή που, μπροστά στα «νούμερα» (τηλεθέασης εννοώ…), δεν διστάζει σε τίποτα. Ούτε σε ανθρώπους ούτε στην ισοπέδωση της πραγματικότητας.
Προσοχή: καθένας μπορεί να κρίνεται για τη δουλειά του, για τα αποτελέσματά της. Προφανώς, άπαντες έχουν τούτο το δικαίωμα. Από το «πρώτο όνομα» ή τον συμμετέχοντα σε τηλεπάνελ, έως τον μόνιμο θαμώνα σε τραπέζι καφενείου που παίζει τάβλι και γουστάρει να κάνει χαβαλέ για όλο τον πλανήτη.
Η δουλειά καθενός εξ ημών μπορεί να αποτελεί αντικείμενο σχολιασμού, ακόμη και παράπλευρου. Για παράδειγμα, δεν μπορείς να κρίνεις -λόγω έλλειψης γνώσεων- τη δουλειά ενός γιατρού, μπορείς όμως να σχολιάσεις τη συμπεριφορά του ή τον τρόπο που έχει επιλέξει να ασκεί το λειτούργημά του. Ανάλογα μπορείς να κρίνεις καθέναν μας στο επάγγελμά του.
Ποιος όμως έχει δώσει το δικαίωμα στον «τηλεδικαστή» να σχολιάζει τη ζωή των ανθρώπων και τις επιλογές τους, όταν αυτές δεν έχουν αντίκτυπο στις ζωές άλλων; Πόσο μάλλον όταν αυτοί είναι χαροκαμένοι, όταν παλεύουν με τους εφιάλτες για να σταθούν στα πόδια τους, όταν πηγαίνουν στον τάφο του παιδιού που έχασαν και δεν τους παρέδωσαν καν τη σορό του, όταν στα χρόνια γεμάτα πόνο που τους απομένουν δεν θα μπορέσουν ποτέ ξανά να το πάρουν στην αγκαλιά τους;
Ποιος είσαι εσύ, παρουσιαστή, που θα κρίνεις -και θα επικρίνεις- τον Πάνο Ρούτσι, επειδή πήγε ένα βράδυ να πιει ένα ποτό και να ακούσει μουσική σε κάποιο νυχτερινό κέντρο; Επρεπε μήπως να σου ζητήσει την άδεια; Θεωρείς ότι με αυτόν τον τρόπο δεν σεβάστηκε τη μνήμη του παιδιού του; Ποιος; Αυτός που πάλεψε με κίνδυνο της ίδιας της ζωής του, μέχρι να κερδίσει από τη Δικαιοσύνη το προφανές για το παλικάρι που έχασε;
Από πού αντλείς το δικαίωμα να κρίνεις πώς θα ζήσουν ο Πάνος Ρούτσι, η Μαρία Καρυστιανού, ο Νίκος Πλακιάς και όλοι οι τραγικοί γονείς, τα παιδιά των οποίων δολοφονήθηκαν στα Τέμπη; Γίνεσαι χειρότερος από τα ελεεινά κυβερνητικά τρολάκια της ανωνυμίας, όταν κουνάς το δάχτυλο σε αυτούς τους ανθρώπους -επαναλαμβάνω- για τις επιλογές της καθημερινότητάς τους, η οποία είναι αβάσταχτη μετά τον θάνατο των παιδιών τους.
Ο Πάνος Ρούτσι δεν επέλεξε να γίνει «σύμβολο», γιατί απλούστατα δεν επέλεξε ποτέ να έρθει στη θέση όπου δεν επιθυμεί άνθρωπος να βρεθεί. Ο Πάνος Ρούτσι θα ήθελε να είναι σήμερα ένας «ανώνυμος» που θα κρατούσε αγκαλιά το παιδί του και θα το καμάρωνε να μεγαλώνει. Πότε θα το καταλάβει αυτό ο αυτοπροσδιοριζόμενος «σταρ του μικροφώνου»; Δεν το επέλεξαν αυτοί οι άνθρωποι – το βιώνουν εξαιτίας εκείνων που εσύ δεν ακουμπάς ή το κάνεις επιδερμικά, γιατί λησμονείς εσκεμμένα ότι δεν θα δικαστεί ο Ρούτσι, αλλά ο Τριαντόπουλος, ο Καραμανλής και οι άλλοι.
Λένε πως, από τη στιγμή που βγήκε η «συγγνώμη», χάθηκε το φιλότιμο. Πιστεύω πως κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στο λάθος, οπότε η «συγγνώμη» -όταν συνοδεύεται από ειλικρίνεια- είναι πράξη γενναία. Οταν όμως ακολουθούν απανωτές ανάλογες συμπεριφορές, πραγματικά παραπέμπουν στη σοφία της λαϊκής ρήσης.
Αλήθεια είναι πάντως ότι δεν λυπάμαι κανέναν «τηλεδικαστή» του Ρούτσι ή της Καρυστιανού. Λυπάμαι εκείνους που επιλέγουν να τους παρακολουθήσουν – γίνονται δύο φορές χειρότεροι…


