Οι υποσχέσεις της κυβέρνησης για ψηφιοποίηση όλων των διαδικασιών πάει από αναβολή σε αναβολή. Πολλές δημόσιες υπηρεσίες ακόμα δεν «επικοινωνούν» μεταξύ τους
Η μία καθυστέρηση μετά την άλλη καταγράφεται στις υποσχέσεις της κυβέρνησης περί ψηφιοποίησης όλων των διαδικασιών, που θα οδηγούν σε απλούστερες και ταχύτερες διαδικασίες για τις συναλλαγές των πολιτών με το Δημόσιο, απλουστεύοντας την καθημερινότητά τους, ενώ θα ενισχύουν και τη διαφάνεια του κρατικού μηχανισμού.
Στο κατώφλι του 2026 και της διεύρυνσης της Tεχνητής Nοημοσύνης, η Ελλάδα εξακολουθεί να παλεύει με βασικές δυσλειτουργίες. Δημόσιες υπηρεσίες που δεν «επικοινωνούν» μεταξύ τους, με αποτέλεσμα ένας φορολογούμενος να έχει πολλές φορές διαφορετικά στοιχεία σε κάθε κρατικό οργανισμό, μητρώα που παραμένουν αποσυνδεδεμένα και ηλεκτρονικές πλατφόρμες, και η εικόνα του κράτους να θυμίζει εποχές προ τεχνολογικής εξέλιξης.
Πρόκειται για μια ελληνική ιδιαιτερότητα που προκαλεί εντύπωση, ειδικά αν συγκριθεί με χώρες όπου η πλήρης ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης έχει ολοκληρωθεί εδώ και δεκαετίες. Στην Εσθονία, για παράδειγμα, οι πολίτες μπορούν να ολοκληρώσουν σχεδόν κάθε συναλλαγή με το κράτος μέσα από μια ενιαία πλατφόρμα. Στη Φινλανδία και τη Δανία, το «ψηφιακό προφίλ» κάθε πολίτη ενημερώνεται αυτόματα σε πραγματικό χρόνο. Τα παραδείγματα είναι πολλά, ωστόσο στην Ελλάδα πριν από μόλις μερικά χρόνια καταργήθηκε το fax ως μέσο επικοινωνίας των πολιτών με το Δημόσιο.
Παρά τις κυβερνητικές θριαμβολογίες περί ψηφιοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών η μια καθυστέρηση διαδέχεται την άλλη, ακόμα και σε προγράμματα που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η μόνιμη δικαιολογία των περασμένων ετών για την αδυναμία υλοποίησης κρίσιμων παρεμβάσεων ήταν η έλλειψη διαθέσιμων κονδυλίων, ωστόσο φαίνεται πως όταν έχει λυθεί και αυτό το ζήτημα, τα προσκόμματα έρχονται στην επιφάνεια: γραφειοκρατία, έλλειψη τεχνικού προσωπικού, και κυρίως, απουσία διαλειτουργικότητας μεταξύ φορέων. Με απλά λόγια, κάθε υπηρεσία εξακολουθεί να λειτουργεί με τα δικά της δεδομένα, χωρίς να υπάρχει ενιαία βάση που να «μιλά» με τις υπόλοιπες.
Στον «πάγο» φαίνεται ότι έχει τεθεί μια σειρά από κρίσιμα έργα που είχαν παρουσιαστεί ως «κομβικά» για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Ανάμεσά τους:
– Το ενιαίο πιστοποιητικό οικονομικής ενημερότητας, που στόχευε να ενοποιήσει τη φορολογική και την ασφαλιστική ενημερότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων. Το έργο θεσπίστηκε ήδη από το 2022, συνοδευόμενο από εξαγγελίες περί «τέλους της ταλαιπωρίας», ωστόσο, όπως φαίνεται, παραμένει ανενεργό.
– Το Μητρώο Ιδιοκτησίας και Διαχείρισης Ακινήτων (ΜΙΔΑ), που θα αποτελούσε ένα ενιαίο σύστημα αποτύπωσης της πραγματικής εικόνας κάθε ακινήτου στη χώρα. Το έργο ήταν να λειτουργήσει το καλοκαίρι του 2024, όμως η εφαρμογή του μετατέθηκε επ’ αόριστον.
– Η διασύνδεση της ΑΑΔΕ με το Ελληνικό Κτηματολόγιο, που θα επέτρεπε τη διασταύρωση των δηλωμένων περιουσιακών στοιχείων με τα πραγματικά, ενισχύοντας τη διαφάνεια και περιορίζοντας τη φοροδιαφυγή.
Τα τρία αυτά έργα, αν λειτουργούσαν, θα άλλαζαν ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο το κράτος «γνωρίζει» τον πολίτη, καταργώντας περιττές διαδικασίες και ελέγχους. Ωστόσο, παραμένουν καθηλωμένα σε στάδιο σχεδιασμού ή πιλοτικής λειτουργίας.
Περί ακατάσχετου
Στον «πάγο» βρίσκονται και μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί, αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη. Ενδεικτικό είναι το μέτρο του ακατάσχετου λογαριασμού. Παρότι ψηφίστηκε το 2019, ουδέποτε ενεργοποιήθηκε λόγω της πανδημίας και της επακόλουθης οικονομικής κρίσης. Εκτοτε έχει χαθεί στη γραφειοκρατία των αρμοδιοτήτων, με αποτέλεσμα οι οφειλέτες του Δημοσίου να μην έχουν ένα σταθερό «καταφύγιο» για τα εισοδήματά τους. Οσοι έχουν δεσμευμένο τραπεζικό λογαριασμό και αφού υπαχθούν σε ρύθμιση θα πρέπει να πληρώσουν δύο δόσεις των ρυθμισμένων οφειλών, για να μπορούν τον τρίτο μήνα να ζητήσουν αύξηση του ακατάσχετου ορίου.
Η ρύθμιση προβλέπει την αύξηση του ακατάσχετου ορίου των 1.250 ευρώ για τους συνεπείς οφειλέτες προς την Εφορία, ξεμπλοκάροντας τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, που παραμένουν για χρόνια «παγωμένοι» λόγω χρεών. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω έχουν μείνει στα χαρτιά εδώ και σχεδόν μία 6ετία.
Σημαντικό το gov.gr, αλλά δεν είναι ολοκληρωμένο σύστημα παροχής υπηρεσιών
Σε φορολογικό επίπεδο θα πρέπει οι πολίτες να αναμένουν το 2026 ώστε σε περίπτωση που εισπράττουν ένα ενοίκιο να μη χρειάζεται να υποβάλουν τη φορολογική δήλωση μέσω λογιστή, αλλά η Εφορία να έχει προσυμπληρωμένα όλα τα στοιχεία (όπως με τους μισθούς και τις συντάξεις) και να προχωρήσει αυτόματα στην προεκκαθάριση και την τελική υποβολή της δήλωσης. Θέματα που άλλες χώρες το έχουν λύσει εδώ και δεκαετίες, με τους φορολογουμένους όχι μόνο να μη γνωρίζουν τι θα πει λογιστής, αλλά να περιμένουν μόνο μια ειδοποίηση της Εφορίας για τη διαφορά φόρου που έχουν με βάση τα εισοδήματά τους.
Παράλληλα, αν και το gov.gr αποτέλεσε σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η πλατφόρμα παραμένει κυρίως ένας «ηλεκτρονικός φάκελος εγγράφων» και όχι ένα ολοκληρωμένο σύστημα παροχής υπηρεσιών. Η λογική του «one-stop-shop» -μιας ενιαίας εισόδου όπου ο πολίτης μπορεί να ολοκληρώνει όλες τις συναλλαγές του- δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί και παρά τις προσπάθειες απαιτείται ακόμα αρκετός δρόμος ώστε η χώρα μας να φτάσει στα επίπεδα των κρατών που η τεχνολογία αποτελεί σύμμαχο στη βελτίωση της καθημερινότητας πολιτών και επιχειρήσεων. Η προσδοκία για ένα «έξυπνο κράτος» παραμένει, όμως η υλοποίηση του οράματος δείχνει να εξαρτάται περισσότερο από τη βούληση των διοικήσεων και λιγότερο από την τεχνολογία.


