Στη μακρά περίοδο του δικομματισμού, που χαρακτήρισε το χρονικό εύρος σταθερής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, υπήρξε μια παρεξήγηση: η Νέα Δημοκρατία να ορίζεται ως Κεντροδεξιά (δεξιά παράταξη) και το ΠΑΣΟΚ ως Κεντροαριστερά (αριστερή παράταξη). Με τον τρόπο αυτόν, δύο κόμματα εξουσίας και μόνο, κόμματα-πολιτικοί φορείς εξουσίας, χαρακτηρίστηκαν παρατάξεις. Η παρεξήγηση αυτή βρίσκει τα πραγματικά όριά της στην παρούσα πλέον φάση με το ΠΑΣΟΚ των Μνημονίων, το οποίο -ενώ έχει απαξιωθεί πλήρως και έχει μετατραπεί, υπό την ηγεσία Βενιζέλου, σε ένα μικρό και απολύτως μειοψηφικό κόμμα, που συμμετέχει σε κυβερνήσεις συνασπισμού ως εγγυητής της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη και της εγχώριας ολιγαρχίας συμφερόντων, θυμίζοντας περισσότερο κλαμπ υπουργών παρά πολιτικό κίνημα στην κοινωνία- να χαρακτηρίζεται παράταξη.
Ομως, από την άλλη πλευρά, και η Ν.Δ. έχει πλέον απολέσει τη δυναμική της στην κοινωνία ως δύναμη της Δεξιάς. Διότι, παρά τη συγκυρία που της επιτρέπει να διατηρεί αξιοπρεπή ποσοστά στις εκλογές, στις δημοσκοπήσεις, αλλά και έδρες στα Κοινοβούλια -ακόμη και πριν από την εποχή των Μνημονίων, και πολύ περισσότερο μετά-, η ηγεσία της και το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό της έχουν επιλέξει να μετατραπεί από πολιτικό φορέα έκφρασης του έθνους και του λαού σε θυγατρική του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Εκτιμούν μονοδιάστατα ότι το μέλλον και η προοπτική των Ελλήνων βρίσκεται υπό οποιουσδήποτε όρους στο «χωνευτήρι» μιας νομισματικής ένωσης, υπό γερμανική ηγεμονία. Ταυτόχρονα, η Ν.Δ. αρνείται με κάθε τρόπο να προχωρήσει στη χάραξη εθνικής στρατηγικής για τη συγκρότηση της χώρας, την οικοδόμηση παραγωγικών βάσεων για την οικονομία, τους κατάλληλους μηχανισμούς για τη διανομή πλούτου προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος και την προστασία μιας ισόρροπης ευημερίας στην κοινωνία. Με εγκλωβισμένη την κεντρική οικονομική σκέψη της σε ανόητες νεοφιλελεύθερες δοξασίες μιας συγκεκριμένης σχολής της παγκοσμιοποίησης, που ξεκίνησε μεταπολεμικά ως αίρεση των φονταμενταλιστών της αγοράς από το Σικάγο και κατέρρευσε με το κραχ στην Γουόλ Στριτ και τη Lehman Brothers το 2008, εξέφρασε και εκφράζει τον ετεροκαθορισμό της Ελλάδας από το διευθυντήριο της Ευρώπης του ευρώ, των πολυεθνικών των ηπειρωτικών δυνάμεων, των κυρίαρχων τραπεζών της ζώνης του Μάαστριχτ, των συναινέσεων στις λέσχες τύπου Μπίλντερμπεργκ, αλλά και από την εγχώρια διαπλοκή και ολιγαρχία του διεφθαρμένου κατεστημένου στην πολιτική, τις επιχειρήσεις και το λόμπι των εγχώριων τραπεζών.
Από το 1995 και μετά, όταν πλέον ο Ψυχρός Πόλεμος και τα δεδομένα του ανήκαν στο μακρινό παρελθόν, τα δύο κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.) στην Ελλάδα συνέκλιναν στο Κέντρο, εγκαταλείποντας χωρίς σημαντική πολιτική έκφραση την Αριστερά και τη Δεξιά αντίστοιχα, μαζί με τις αρχές ή τις ευαισθησίες που τις χαρακτηρίζουν, αλλά και τη δυναμική που αυτές έχουν σε ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν μια κοινωνία φιλόδοξη, αποφασιστική, ενεργή, με αξιοπρέπεια και οραματισμό. Ενώ η γερμανική ηγεμονία ισχυροποιείτο στη Ευρώπη, οι δύο πόλοι εξουσίας εγκατέλειψαν με κυνισμό τον εθνικό σχεδιασμό, ετεροκαθόρισαν σε κάποια δική τους λογική ευρωζώνης τις αποφάσεις και τις οδηγίες για τη χώρα, και περιορίστηκαν στο δικό τους λόμπι για την κατάκτηση ή τη διαχείριση της εξουσίας, ως μέρη των αντίστοιχων ευρωπαϊκών ομάδων, προβάλλοντας στο εγχώριο επίπεδο τον κυνισμό του πολιτικού κόστους, της αδυναμίας υιοθέτησης κρίσιμων εθνικών και κοινωνικών πολιτικών και το power game με τις δυνάμεις του εγχώριου κατεστημένου των εκδοτών και επιχειρηματιών. Μάλιστα, από το 2010 και μετά συγκυβέρνησαν, αποδεχόμενοι τον ρόλο του εκτελεστικού βραχίονα (και μόνο) του Βερολίνου και της τρόικας, εκδηλώνοντας όχι μόνο την αδυναμία τους στον κυβερνητισμό αλλά και την ενθουσιώδη εθελοδουλία τους.
Στις 25 Ιανουαρίου, οι εκλογές ανέτρεψαν το συγκεκριμένο σκηνικό του Κέντρου και απελευθέρωσαν δυνάμεις της Αριστεράς και της Δεξιάς που με αντισυστημικό και ακτιβίστικο τρόπο επιχειρούν ένα new deal για την Ελλάδα, αλλά παράλληλα ανοίγουν «αυλαία» για μια επόμενη εποχή στην πολιτική.


