Ιδιαίτερα δυσοίωνα είναι τα στοιχεία για τη χώρα μας στη νέα έκθεση του ΟΟΣΑ «Health at a Glance» 2025 («Η υγεία με μια ματιά»). Τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι το ελληνικό Εθνικό Σύστημα Υγείας εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλό κόστος, χαμηλή χρηματοδότηση, περιορισμένη προσβασιμότητα και άνιση κατανομή πόρων.
Το ελληνικό κράτος διαθέτει μόλις το 10% των συνολικών δημόσιων δαπανών του για την υγεία, ποσοστό αισθητά χαμηλότερο από αυτό άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ενδεικτικά, στην Ιρλανδία και στη Γερμανία το ποσοστό αυτό φτάνει το 19%. Από αυτό το ήδη περιορισμένο κονδύλι, σχεδόν το μισό (43%) κατευθύνεται στα νοσοκομεία, ενώ μόλις το 20% επενδύεται στη φροντίδα εξωτερικών ασθενών και μόλις το 2% στη μακροχρόνια περίθαλψη.
Παράλληλα, το 39% των συνολικών δαπανών υγείας προέρχεται από ιδιωτικούς πόρους, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στον ΟΟΣΑ, όπου ο μέσος όρος δεν υπερβαίνει το 25%. Από τις ιδιωτικές πληρωμές, το 38% αφορά φάρμακα και ιατρικά προϊόντα, το 17% υπηρεσίες εξωτερικών ασθενών, όπως διαγνωστικές εξετάσεις, και το 11% οδοντιατρική περίθαλψη, η οποία συχνά δεν καλύπτεται επαρκώς από το δημόσιο σύστημα.
Επιπλέον, το 12,1% των Ελλήνων δηλώνει ότι δεν προχώρησε σε αναγκαία εξέταση ή ότι ανέβαλε μια θεραπεία, ποσοστό υπερτριπλάσιο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, που είναι 3,4%. Κύρια αιτία αποτελεί το υψηλό κόστος, ενώ ακολουθούν οι μεγάλες λίστες αναμονής και η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, ιδιαίτερα σε ορισμένες περιοχές της χώρας.
Ωστόσο, η Ελλάδα έχει αυξήσει τις δαπάνες για δράσεις πρόληψης στο 3,1% του συνολικού προϋπολογισμού υγείας, πλησιάζοντας τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (3,4%) και σημειώνοντας σημαντική πρόοδο σε σχέση με τρία χρόνια πριν, όταν το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 2%. Ωστόσο, μόλις το 27% των πολιτών δηλώνει ικανοποιημένο από τη διαθεσιμότητα ποιοτικών υπηρεσιών υγείας —σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που φτάνει το 64%.



