Ο γερμανικός χώρος ήταν καταλύτης των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Οταν το 1517 ο Λούθηρος θυροκόλλησε στην είσοδο της μητρόπολης της Βιρτεμβέργης τα 95 σημεία, η βασική απαίτησή του ήταν να εγκαταλειφθούν τα λατινικά ως η μοναδική γλώσσα στη λειτουργία της Κυριακής και να μεταφραστεί η Αγία Γραφή στις γερμανικές διαλέκτους. Η εξέλιξη αυτή έθεσε τον θεμέλιο λίθο της εθνικής ζύμωσης στον ευρωπαϊκό χώρο για όλους τους λαούς του δυτικού ρωμαϊκού ιmperium.
Οταν το 1871 ιδρύεται η Γερμανική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία, ο Μπίσμαρκ δίνει το στίγμα του νέου κράτους δηλώνοντας: «Πάντα να προσπαθείς να είσαι ένας από τους τρεις σε έναν κόσμο πέντε δυνάμεων». Η Γερμανία έως και την ήττα της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επιδιώκει να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις του ευρωπαϊκού υποσυστήματος, άλλοτε μέσα από τον υπερβατικό μαξιμαλισμό του Γουλιέλμου Β΄ ή τον εγκληματικό οπορτουνισμό του Αδόλφου Χίτλερ. Κι ενώ αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Υψηλή Στρατηγική της Δυτικής Γερμανίας επικεντρώνεται στη στόχευση του Westbindung, την επαναδυτικοποίηση, το 1969 ο Βίλι Μπραντ εφαρμόζει την Ostpolitik, το άνοιγμα προς την ΕΣΣΔ. Η ειδική σχέση της Γερμανίας με τη Ρωσία, πoυ έχει ξεκινήσει από την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων και τη δημιουργία της Ρωσογερμανικής Λεγεώνας, συνεχίζεται και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με την πολιτική του καγκελάριου Σρέντερ, γνωστή ως Wandel durch Handel, «αλλαγή μέσα από το εμπόριο». O Σρέντερ μετά την ολοκλήρωση της θητείας του προσελήφθη στην Gazprom.
Σήμερα η Γερμανία, μέσα από μια σειρά πολιτικών αποφάσεων, δείχνει αργά και σταδιακά να απομακρύνεται ξανά από τη Δύση. Μπορεί το Βερολίνο να πρωτοστατεί στην πολιτική των οικονομικών κυρώσεων απέναντι στη Μόσχα, αλλά το πανίσχυρο λόμπι των Γερμανών βιομηχάνων δεν αισθάνεται άνετα με αυτού του είδους την πολιτική, ενώ αμέσως μετά την προσάρτηση της Κριμαίας ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens Τζέε Κέσερ επισκέφθηκε τον Βλαντιμίρ Πούτιν στην κατοικία του στα προάστια της Μόσχας. Ταυτοχρόνως, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουαλία τον Σεπτέμβριο του 2014 η Γερμανία υποστήριξε με σθένος ότι μία μόνιμη παρουσία της Συμμαχίας στην ανατολική Ευρώπη συνιστά παραβίαση της συμφωνίας του 1997 μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας. Στην έναρξη της κλιμάκωσης της κρίσης τον Απρίλιο σε μια παγγερμανική δημοσκόπηση του ARD το 49% των ερωτώμενων υποστήριξε την άποψη ότι η Γερμανία δεν έπρεπε να υιοθετήσει την πολιτική απόφαση του ΝΑΤΟ για κυρώσεις, αλλά προτιμούσε το Βερολίνο να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος μεταξύ της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και της Μόσχας!
Επιπρόσθετα, η σκληρή δημοσιονομική γραμμή της ΕΚΤ έρχεται σε αντίθεση με τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ που προσμετρούν τα οικονομικά δεδομένα μέσα από μια διεθνοπολιτική προσέγγιση, ενώ το Βερολίνο βλέπει από τη δική του υποκειμενική οπτική γωνία τις συστημικές προοπτικές του πολυπολισμού, επιτρέποντας στον έτερο μεγάλο παίκτη, την Κίνα, να εισέρχεται περισσότερο βαθιά στις ευρωπαϊκές υποθέσεις απ’ ό,τι η Ουάσινγκτον θέλει να δει.
Το δεύτερο τέταρτο του 21ου αιώνα βρίσκει μια Γερμανία πανίσχυρη στο εσωτερικό του αποδυναμωμένου ευρωπαϊκού χώρου, με μια πολιτικοδημοσιονομική ατζέντα που πραγματώνει τη διακριτή γερμανική προοπτική. Από την ίδρυσή της η Γερμανία παρουσίαζε μια διακριτή προοπτική εξέλιξης των πολιτικών υποθέσεων για την Ευρώπη και το διεθνές σύστημα από αυτή του δυτικού κόσμου. Το 1918 ο Γερμανός Τόμας Μαν στο έργο του «Reflections of a Non-political Man» υποστηρίζει ότι η γερμανική κουλτούρα διέφερε και ήταν ανώτερη άλλων δυτικών κρατών, τοποθετημένη μεταξύ της ρωσικής και άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Περαιτέρω ενίσχυση της διακριτής γερμανικής θέσης, με τις ανάλογες διαφοροποιήσεις ασφαλώς στον ιδεολογικό πυρήνα προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης αλλά και ως συνειδητή κατάθεση της αντίρρησής μου σε οποιαδήποτε α-ιστορική σύγκριση του γερμανικού σήμερα με αυτό της εποχής του Μεσοπολέμου, θα δημιουργήσει ρήγμα στο δυτικό status quo, αλλά ακόμα μεγαλύτερο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Σπύρος Λίτσας


