Παταγώδης η αποτυχία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Με τα ποσοστά «παίζει» η κυβέρνηση για να αποδείξει ότι έχει καταφέρει να επιστρέψει τη χώρα στην περίοδο πριν την ένταξη της χώρας στα Μνημόνια, δηλαδή όταν η Ελλάδα οδηγήθηκε σε κατάσταση χρεοκοπίας. Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια μετά την ένταξη της χώρας σε καθεστώς των Μνημονίων, όμως, και εφτά έτη μετά την έξοδο από τα προγράμματα στήριξης, το ελληνικό χρέος παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με την προ Μνημονίων εποχή! Τη στιγμή, δηλαδή, που η κυβέρνηση πουλάει το αφήγημα της οικονομικής ανάπτυξης, η χώρα χρωστάει περισσότερα σε σχέση με το 2010!
Αν και φαινομενικά η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους αποτελεί μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, πίσω από τα ποσοστά κρύβεται μια λιγότερο αισιόδοξη πραγματικότητα: Σε απόλυτους αριθμούς, το ελληνικό χρέος παραμένει πολύ υψηλότερο από τα επίπεδα του 2010.
Το ποσοστό του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης ως προς το ΑΕΠ άγγιζε τότε το 142,5% ή τα 329,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, το προσχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2026 προβλέπει ότι το 2026 το ελληνικό χρέος θα βρεθεί κάτω από το 140% του ΑΕΠ, συγκεκριμένα στο 137,6%, πρώτη φορά από το 2010, όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά τα στελέχη του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καταθέτοντας τον Προϋπολογισμό στη Βουλή.
Σε απόλυτους αριθμούς, όμως, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα διαμορφωθεί φέτος στα 362,8 δισ. ευρώ, για να μειωθεί το 2026 στα 359 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, 16 χρόνια μετά την είσοδο στα καταστροφικά προγράμματα στήριξης και στις λάθος συνταγές του ΔΝΤ, που ακολούθησαν πιστά οι μνημονιακές κυβερνήσεις, η Ελλάδα συνεχίζει να χρωστά σχεδόν 30 δισ. ευρώ περισσότερα από την περίοδο που μπήκαν σε διεθνή εποπτεία.
Η μείωση, επομένως, αφορά κυρίως τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ, και όχι το ίδιο το ύψος του χρέους. Με άλλα λόγια, η οικονομία «μεγαλώνει» πιο γρήγορα από όσο αυξάνεται το χρέος, με αποτέλεσμα το ποσοστό να υποχωρεί. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί σε απόλυτους όρους ή ότι η χώρα έχει αποπληρώσει ουσιαστικά τις υποχρεώσεις της. Η κυβέρνηση αποδίδει την πρόοδο αυτή στη συγκράτηση των δημόσιων δαπανών, στην ισχυρή ανάπτυξη και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που ενίσχυσε την εμπιστοσύνη των αγορών.
Τα Μνημόνια
Η πορεία του χρέους αποτελεί τον πιο χαρακτηριστικό δείκτη της κρίσης, που σημάδεψε τη χώρα από το 2010 και έπειτα. Η ύφεση που προκλήθηκε οδήγησε σε συρρίκνωση της οικονομίας κατά 25%, εκτοξεύοντας το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Ετσι, ενώ το 2009 το ελληνικό χρέος αντιστοιχούσε στο 126,7% του ΑΕΠ, το 2011 ξεπέρασε το 170% και έκτοτε παρέμεινε σταθερά πάνω από το 150% περισσότερο από μία δεκαετία. Μάλιστα, το 2020 κατέγραψε ιστορικό υψηλό στο χρέος, αγγίζοντας σχεδόν το 210% του ΑΕΠ, επίδοση που ξεπερνά παγκοσμίως μόνο η Ιαπωνία.
Για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους θα πρέπει να επιτυγχάνονται υψηλά πλεονάσματα επί πολλά χρόνια, δηλαδή πάνω από το 2% σε ετήσια βάση. Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση φέρνει συνεχώς υπερπλεονάσματα-μαμούθ, όπως τα 11,4 δισ. ευρώ του 2024 (4,8% του ΑΕΠ) ή τα 9,4 δισ. ευρώ (3,6% του ΑΕΠ) που προσδοκά για τη φετινή χρονιά.
Τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα αλλά και τα πρωτογενή πλεονάσματα καλύπτουν τη δαπάνη για τους τόκους, κάτι που σημαίνει ότι η χώρα δεν χρειάζεται να προχωρά για να καλύπτει το κόστος διαχείρισης του χρέους. Η αποκλιμάκωση του χρέους ενισχύεται και από τον περιορισμένο νέο δανεισμό του Δημοσίου και τις συνεχείς πρόωρες αποπληρωμές δανείων του μηχανισμού στήριξης, που μειώνουν το ρίσκο και ενισχύουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
Πρόκειται για πλεονάσματα που προέρχονται από την υψηλή φορολογία, που επιβάλλεται κυρίως στους έμμεσους φόρους, και τα επιπλέον έσοδα, που εισρέουν κάθε χρόνο στα κρατικά ταμεία και κατευθύνονται στους δανειστές της χώρας, μέσω των πρόωρων αποπληρωμών του χρέους.
Ωστόσο, η πραγματική μείωση του χρέους δεν εξαρτάται μόνο από τους δημοσιονομικούς δείκτες, αλλά από την ικανότητα της χώρας να παράγει διατηρήσιμη ανάπτυξη, να αυξάνει τις εξαγωγές και να προσελκύει ιδιωτικές επενδύσεις. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η παραγωγική βάση της χώρας δεν στήθηκε σε στέρεα θεμέλια μετά την περιπέτεια των Μνημονίων. Η αύξηση των επενδύσεων, για παράδειγμα, προέρχεται κυρίως από τις αγοραπωλησίες ακινήτων, με ξένους επενδυτές να εκμεταλλεύονται το καθεστώς της Golden Visa.
Η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πρόωρα 21,3 δισ. ευρώ
Στα θετικά, η Ελλάδα έχει ήδη ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, εξόφλησε πρόωρα τα δάνεια του ΔΝΤ και σχεδιάζει ανάλογη κίνηση και για τα διακρατικά δάνεια που έχει λάβει από τις ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια του πρώτου Μνημονίου.
Εως σήμερα το Δημόσιο έχει ήδη αποπληρώσει 21,3 δισ. ευρώ για τα διμερή δάνεια των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, GLF, αρχικού ύψους 52,9 δισ. ευρώ.
Το υπολειπόμενο ποσό των εν λόγω δανείων, που ανέρχεται σε 31,6 δισ. ευρώ, θα αποπληρωθεί πρόωρα έως το 2031, δηλαδή μία δεκαετία νωρίτερα από την κανονική λήξη των δόσεων, το έτος 2041. Φέτος, συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο, η Ελλάδα θα προβεί σε ακόμα μία πρόωρη αποπληρωμή του δανείου του πρώτου Μνημονίου, ύψους 5,29 δισ. ευρώ, που αφορά τις λήξεις από το 2033 έως το 2041.