Έντονη είναι η έξαρση της γρίπης που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα στη χώρα, με αυξημένες επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία και περισσότερες εισαγωγές σε νοσοκομεία, κυρίως παιδιατρικά, λίγο πριν και αμέσως μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων. Παρά την πίεση που προκαλεί στο σύστημα υγείας, οι ειδικοί ξεκαθαρίζουν ότι πρόκειται για την αναμενόμενη εποχική γρίπη και όχι για πανδημική κατάσταση.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης, η αύξηση των κρουσμάτων ξεκίνησε νωρίτερα από άλλες χρονιές, αναμένεται να κορυφωθεί προς τα τέλη Ιανουαρίου και συνοδεύεται από ήπιας μορφής συμπτώματα στη μεγάλη πλειονότητα των περιστατικών, με τους σοβαρούς νοσηλευόμενους να ανήκουν κυρίως σε ευπαθείς ομάδες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή την περίοδο στη χώρα μας επικρατεί η γρίπη τύπου Α, με κυρίαρχο το στέλεχος Κ, το οποίο προέκυψε από αλληλουχία γονιδίων. Παρά τη διασπορά του ιού, η εικόνα που καταγράφεται μέχρι στιγμής δεν προκαλεί ανησυχία, καθώς η νοσηρότητα είναι ήπια και οι θάνατοι περιορισμένοι, με τη συντριπτική πλειονότητα να αφορά άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη μεγάλη διασπορά της γρίπης στα παιδιά, καθώς το συγκεκριμένο στέλεχος φαίνεται να προσβάλλει κυρίως μικρές ηλικίες. Ωστόσο, όπως τονίζει ο καθηγητής, ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι ήπια. Συνήθως αρκεί μία επίσκεψη στον παιδίατρο ή στα εξωτερικά ιατρεία, χωρίς να απαιτείται νοσηλεία, ενώ μετά από δύο έως τρεις ημέρες με πυρετό, συνάχι και βήχα, τα παιδιά επανέρχονται πλήρως.
Τι ξεχωρίζει την εποχική από την πανδημική γρίπη
Ο κ. Γουργουλιάνης ξεκαθαρίζει τη διαφορά ανάμεσα στην εποχική και την πανδημική γρίπη, υπενθυμίζοντας ότι η τελευταία είχε εμφανιστεί το 2009, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.
«Η γρίπη που αντιμετωπίζουμε αυτήν την περίοδο, είναι η γνωστή μας εποχική γρίπη Α, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πανδημική γρίπη. Την τελευταία αντιμετωπίσαμε το 2009, όταν καταγράφονταν κρούσματα γρίπης από τον Αύγουστο ακόμα. Η εποχική γρίπη, όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος, ξεκίνησε λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Το επόμενο διάστημα τα κρούσματα θα ακολουθήσουν αυξητικές τάσεις και θα κορυφωθούν προς τα τέλη του Ιανουαρίου. Στη συνέχεια θα αρχίσει να εξασθενεί και αναμένεται να εξαλειφθεί το Μάρτιο. Μετά τις γιορτές, μέσα στον Ιανουάριο, θα ξεκινήσει και η γρίπη Β, η οποία είναι ελαφρύτερη από την Α. Η γρίπη Β αναμένεται να εξασθενήσει εντελώς στο τέλος του Μαρτίου ή το αργότερο στις αρχές Απριλίου», επισημαίνει ο ειδικός.
Ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων
Σημαντικό ζήτημα αποτελεί και η αποτελεσματικότητα των εμβολίων απέναντι στο στέλεχος Κ. Όπως εξηγεί ο καθηγητής, τα εμβόλια παρασκευάστηκαν πριν από περίπου έξι μήνες, με βάση τα δεδομένα που υπήρχαν τότε στο νότιο ημισφαίριο, και συγκεκριμένα στην Αυστραλία, γεγονός που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μειωμένης κάλυψης απέναντι σε νεότερες μεταλλάξεις.
«Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αυτήν τη στιγμή για το πόσο αποτελεσματικά μπορεί να είναι τα εμβόλια για την αντιμετώπιση της γρίπης. Είναι γεγονός ότι η γρίπη μεταλλάσσεται και μία από τις μεταλλάξεις της είναι και το στέλεχος Κ. Τα εμβόλια που έχουμε σήμερα, παρασκευάστηκαν πριν από περίπου έξι μήνες, όταν η εποχική γρίπη χτύπησε το νότιο ημισφαίριο και πιο συγκεκριμένα την Αυστραλία. Από τότε πέρασε ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου η γρίπη μεταλλάχθηκε. Την αποτελεσματικότητα των εμβολίων θα τη δούμε προς το τέλος του χειμώνα», συμπληρώνει ο ίδιος.
Παρά τις αβεβαιότητες, ο κ. Γουργουλιάνης τονίζει ότι ο εμβολιασμός παραμένει σημαντικός, ιδίως για τις ευπαθείς και ευάλωτες ομάδες, καθώς προσφέρει μεγαλύτερη θωράκιση του οργανισμού. Την ίδια στιγμή, επαναλαμβάνει ότι δεν υπάρχει λόγος πανικού.
«Σε κάθε περίπτωση κυρίως οι ευπαθείς και ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού θα πρέπει να εμβολιαστούν, διότι σίγουρα ο οργανισμός τους θα είναι περισσότερο θωρακισμένος, σε σχέση με αυτούς που δεν θα προχωρήσουν στον εμβολιασμό. Όμως, δεν θα πρέπει να υπάρχει η παραμικρή ανησυχία, αφού δεν αντιμετωπίζουμε κάτι πρωτόγνωρο φέτος, ιδίως από τη στιγμή που τα συμπτώματα είναι ήπιας μορφής και τα κρούσματα κινούνται σε φυσιολογικά επίπεδα», καταλήγει ο επιστήμονας.


