Οι κωλοτούμπες των πολιτικών είναι ασφαλώς διεθνές φαινόμενο. Και συνταγή εκλογικής επιτυχίας σε ορισμένες περιπτώσεις. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης όμως η κατάσταση έχει ξεφύγει. Οι δικοί μας έχουν πάρει στην κυριολεξία διαζύγιο με την αλήθεια. Θεωρούν ότι μια «ειλικρινής εξήγηση» με το εκλογικό σώμα τούς βλάπτει ανεπανόρθωτα και την αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι…
Αν σε αυτή την απεχθή παθογένεια προστεθεί και ένα στοιχείο πολιτικής παράνοιας, που ασφαλώς χαρακτηρίζει τις επερχόμενες εκλογές, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί το εκλογικό σώμα αντιμετωπίζει τους κοινοβουλευτικούς πατέρες μας, στην καλύτερη περίπτωση, με ένα χαμόγελο συγκατάβασης και, στη χειρότερη, με μία ανοιχτή παλάμη…
Το πρόβλημα είναι ότι το «φαινόμενο» μοιάζει να έχει μεταδοτική ισχύ και στους νεοφυείς πολιτικούς σχηματισμούς που έρχονται υποτίθεται να μας απαλλάξουν από τη φαυλότητα των παλαιών, εμφανίζοντας όμως, όπως θα έλεγαν οι ψυχίατροι, ταυτόσημα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά. Γιατί στην ουσία δεν πρόκειται για κάτι νέο. Ανακύκλωση φθαρμένων υλικών του δημόσιου βίου αποτελούν με μία επάλειψη επικοινωνιακού λούστρου που ξεθωριάζει στην πρώτη βροχή.
Πάρτε, για παράδειγμα, το Ποτάμι. Ως εναλλακτική πολιτική επιλογή είναι αυτό που οι πιτσιρικάδες θα ονόμαζαν… «απόλυτη μούφα». Γιατί τουλάχιστον στην περίπτωση του Γιωργάκη του πορφυρογέννητου ξέρεις καλά τι ψωνίζεις. Ψωνίζεις επίθετο ονομασίας προέλευσης και έναν γόνο κακής κοπής που συγκινεί τους τελευταίους αμετανόητους νοσταλγούς μόνο και μόνο με τον δονκιχωτισμό της πολιτικής του ύπαρξης.
Στην περίπτωση του μεταλλαγμένου νιάτου από την Αγία Βαρβάρα δεν ξέρεις ούτε τι ψωνίζεις ούτε τι ψηφίζεις… Ρίχνεις στην κάλπη Λυκούδη (λέμε τώρα…) και σου προκύπτει… Μιράντα Ξαφά! Σταυρώνεις Ψαριανό και σου βγαίνει… Θεοχάρης. Επιλέγεις εναλλακτικές διαδρομές, σακίδιο, σλίπιν μπαγκ και ποδήλατο και ξαφνικά βλέπεις μπροστά σου τύπους με μανικετόκουμπα και μνημονιακούς… μονόδρομους.
Προτού καν πατήσει το κατώφλι της Βουλής, ο πρόεδρος Σταύρος θυμίζει επαγγελματία πολιτικό με εξειδίκευση στα «είπα – ξείπα». Είπε ότι αν δεν πάρει διψήφιο ποσοστό στις ευρωεκλογές θα γυρίσει στη δουλειά του. Λίγο αργότερα χαμήλωσε λίγο τον πήχη, λέγοντας ότι αν δεν βγει τρίτο κόμμα, ο λαός δεν θα έχει πιάσει το νόημα και θα αναγκαστεί να αποσυρθεί. Τελικά πέμπτος ήρθε με κάτι παραπάνω από το… μισό αυτού που ονειρευόταν, αλλά συνέχισε να είναι κοντά μας.
Είπε ακόμη ότι δεν θα βάλει στο κόμμα του φθαρμένα προϊόντα της πολιτικής, αλλά έσπευσε να ενσωματώσει τη μισή Δράση, τους Λυκούδηδες, διάφορα βολεμένα ορφανά του Παπανδρέου, επιτελικά στελέχη του Παπαδήμου, ενώ μέχρι πρότινος γλυκοκοιτούσε και την Αννούλα για το Επικρατείας…
Είπε ότι διορισμένοι γενικοί γραμματείς της Δημόσιας Διοίκησης δεν θα πρέπει να πολιτεύονται πριν από την παρέλευση τεσσάρων ετών από τη λήξη της θητείας τους και έσπευσε να «αξιοποιήσει» τον ανεκδιήγητο που διόρισε (και απέπεμψε) η απερχόμενη κυβέρνηση στη Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.
Ζητάει την ψήφο του κόσμου στο όνομα μιας απαλλαγής από τις παλιές πελατειακές πρακτικές της μεταπολίτευσης και είναι αυτός που γεμίζει τα ψηφοδέλτιά του με αποτυχημένους πολιτευτές και αρπακτικά της αγοράς. Και, τέλος, ευαγγελίζεται μια εναλλακτική αισθητική, αλλά η μόνη αισθητική που έχει κοπιάρει με επιτυχία ως προσωπικότητα είναι αυτή του Αυστριακού τουρίστα με το πέδιλο μες στο καταχείμωνο…
Μπορεί το Ποτάμι να συγκινεί κάποιες εύπορες γηραιές κυρίες των βορείων προαστίων, μπορεί στο όνομά του να αναπέμπουν ύμνους οι Γερμαναράδες δανειστές, μπορεί να ανοίγει διάπλατα η πόρτα του υπουργού Κυριάκου για να περάσει ο Σταύρος, «να πει τη γνώμη του», αλλά πέραν τούτων ουδέν. Ενα κόμμα της «αγοράς» έφτιαξε ο άνθρωπος, από αυτά τα μικρά που ευδοκιμούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μόνο που δεν το ομολογεί.
Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Μπιθικώτσης, από τον οποίο εμπνεύστηκα τον τίτλο. Κρίμα που δεν τραγούδησε τους «παπατζήδες» και ο Τόλης. Θα έδενε για τα καλά η κομπόστα αυτών των εκλογών…


