
Εχω διαχειριστεί αρκετές άγριες καταστάσεις στη ζωή μου. Ενα ατύχημα στα 19 χρόνια μου, από μια στιγμιαία αβλεψία που παραλίγο να με αφήσει σε αναπηρικό καροτσάκι.Από τον
Γιώργο Χαρβαλιά
Πολύωρες μικροχειρουργικές επεμβάσεις με διασωλήνωση και βαθιά καταστολή. Ατέλειωτους μήνες αποθεραπείας…Τη μητέρα μου νεκρή, με γυάλινα μάτια, να τη μεταφέρω στον Ερυθρό παρέα με έναν απρόθυμο, βαριεστημένο νοσοκόμο να με ρωτά: «Τι σου ‘ναι τούτη;» Τον πατέρα μου στην Εντατική να μου λέει: «Αυτό ήταν, φίλε. Δεν τη βγάζω, όπως την προηγούμενη φορά… Ασε με να ξεκουραστώ».
Ε, λοιπόν, σας εξομολογούμαι ότι αυτό εδώ δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Moυ είναι αδύνατον να το χωνέψω… Γι’ αυτό και νιώθω την ανάγκη να το μοιραστώ. Είναι από τις φορές που βασανίζεσαι με το κοινότυπο, όσο και αρχέγονο, ερώτημα: «Υπάρχει Θεός;» Και απάντηση δεν παίρνεις. Και σου έρχεται να χτυπάς το κεφάλι στον τοίχο.
Τελευταία φορά που είδα τον Δημήτρη όρθιο ήταν στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου. Εκεί όπου τον βλέπετε κι εσείς στη φωτογραφία. Τα είχε καταφέρει έπειτα από καιρό να έρθει στην ετήσια ψαρευτική εκδρομή μας στο Κάβο Ντόρο. Τις προηγούμενες φορές τού βάζαμε απουσία. Πάνω απ’ όλα η δουλειά!
Δύο πράγματα μου τάραζαν τα νεύρα με αυτόν τον άνθρωπο: Το πόσο σοβαρά έπαιρνε τη δουλειά μας και η αθεράπευτη, αμόλυντη και πηγαία αισιοδοξία του. Σε καθετί στραβό είχε να βρει ένα άλλο, θετικό. Από την άλλη, όλα τα ξεχνούσα όταν τον χρησιμοποιούσα στην πρώτη ευκαιρία. «Δημητράκο, τι έγινε σήμερα στη Βουλή; Με πόσες ψήφους πέρασε το νομοσχέδιο; Θα με πάρεις τηλέφωνο μόλις τελειώσει η πρωτολογία;» Ηξερα πάντα ότι το τηλέφωνο θα χτυπούσε στην ώρα του. Και ένας τύπος με απίθανη αστική ευγένεια, κληροδότημα του πατέρα του, σπουδαίου Ελληνα γιατρού στις εσχατιές της Αφρικής, θα μου έλεγε τα πάντα με το «ν» και με το «σ». Διανθισμένα με το δικό του, καλοπροαίρετο χιούμορ. «Γίδια, παιδί μου, γίδια. Αυτή η χώρα δεν φτιάχνει με τίποτα…»
Στην Κάρυστο ήρθε μες στην καλή χαρά. «Πονούσε λίγο το στομάχι μου και παίρνω κάτι μπουσκοπάν, σαν τις γυναίκες. Τώρα που θα μπω στο φουσκωτό, θα μου περάσουν όλα…» Μπήκε στο φουσκωτό και με τον πεντάρη νοτιά άρχισε να αισθάνεται… καλύτερα. «Δεν σ’ το πα; Μια χαρά είμαι τώρα. Πάμε να καθαρίσουμε τα ψάρια μην αρπάξουν, γιατί έχει και ζέστη…» Τρεις ημέρες αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνο. «Δεν θα το πιστέψεις! Ανεκδιήγητοι, παιδί μου, οι γιατροί! Γαγγραινώδη σκωληκοειδίτιδα είχα και μου την πρόλαβαν στο “τσακ”. Θέλουν να με κρατήσουν στο νοσοκομείο, αλλά εγώ γυρίζω σαν τον τρελό στους διαδρόμους με τους ορούς στα χέρια. Δεν έχει και ίντερνετ εδώ. Στη Βουλή τι έγινε χθες;»
Μία εβδομάδα μετά, που τον είδα στον Ευαγγελισμό, άρχισα να ψυλλιάζομαι: Πόνοι φριχτοί, που τον έκαναν να διπλώνει στα δύο, και κουβέντες περίεργες. Για τον μακαρίτη τον πατέρα του, που λάτρευε, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τα 11χρονα δίδυμα, που ήταν η ζωή του ολάκερη. Και για πρώτη φορά απογοήτευση: «Τι έχω, ρε Γιώργο; Να μου πουν, επιτέλους, να τελειώνει αυτό το μαρτύριο»… «Τίποτα, ρε Δημήτρη. Μια περιπέτεια είναι και θα περάσει. Του χρόνου, στον Κάβο Ντόρο παρέα, θα τα χεις ξεχάσει όλα. Μονάχα τους σαργούς-πιατέλες θα θυμάσαι. Κάνε λίγο υπομονή…»
Φεύγοντας από τον Ευαγγελισμό ένιωσα να καταρρέω. «Πάμε στην πρώτη εκκλησία που θα βρεις να ανάψω έναν κερί» είπα στον φίλο μου που οδηγούσε. Προσευχήθηκα δακρυσμένος. Δεν είναι δυνατόν! Αυτός ο άνθρωπος; Αμαχητί; Την επόμενη φορά που τον είδα, κατάλαβα αυτό που είχε πει στην Ελενα, τη γυναίκα του. «Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι…» Διάγνωση; Υποψίες πολλές και φρικτές. Κατάσταση, όμως, «ιατρικώς αδιάγνωστη». Τη συνέχεια δεν θέλω να την περιγράψω… Ενας άνθρωπος-μάλαμα να λιώνει σαν το κερί, με ένα τέρας να του καταπίνει τα σωθικά. Ενας άνθρωπος με αστείρευτη καλοσύνη, ανίκανος να πατήσει μύγα… Ξαναγύρισα πολλές φορές στο αρχέγονο ερώτημα: «Υπάρχει Θεός»; Γιατί αυτόν τον αλέκιαστο; Και γιατί τέτοιο μαρτύριο; Γιατί τόσος πόνος σε κάποιον που δεν πείραξε κανέναν; Οι αμαρτωλοί, δηλαδή; Τα καθάρματα που κυκλοφορούν γύρω μας; Απάντηση δεν πήρα.
Φίλε μου λατρεμένε, αν υπάρχει παράδεισος, φύλαξέ μου μια θέση. Εσύ είναι βέβαιο ότι θα είσαι στην πρώτη σειρά. Βάλε με στα θεωρεία, να σε καμαρώνω. Εστω και τζαμπατζή…


