
Ο Σαράντος Καργάκος είχε το χάρισμα του φωτισμένου. Ενός ανθρώπου που κατείχε τη γνώση, αλλά όχι την έπαρσηΑπό τον
Νίκο Ελευθερόγλου
Tον Σαράντο Καργάκο είχα την τιμή και την ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά πριν από λίγους μήνες, όταν αποφάσισε να συνεργαστεί με την εφημερίδα μας, αρχίζοντας την αρθρογραφία του. Τον «γνώριζα», όμως, χρόνια νωρίτερα από τα βιβλία του και τις παρεμβάσεις του.
Ενας σπουδαίος ιστορικός, ο Σαράντος Καργάκος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών. Η γνωριμία μαζί του ήταν ένα από τα πράγματα που δεν λησμονάς εύκολα. Είχε αυτό το χάρισμα του φωτισμένου ανθρώπου. Του Δασκάλου με κεφαλαίο Δ, ενός ανθρώπου που κατείχε τη γνώση, αλλά όχι την έπαρση.
Εβλεπες όση ώρα συζητούσες μαζί του τη φλόγα που έκαιγε μέσα του. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά του νέου στην ψυχή και του ώριμου ανθρώπου στην ηλικία. Ηταν, με λίγα λόγια, ένας άνθρωπος άλλης εποχής. Ευγενής, μορφωμένος, σεμνός και αυστηρός όταν έπρεπε. Μόνο με ένα βλέμμα του οριοθετούσε τα πράγματα και έβαζε τις αποστάσεις.
Ηταν από μόνος του ένας άνθρωπος παράδειγμα. Μαχητής και αγωνιστής της ζωής, μια και ό,τι πέτυχε το κατάφερε μόνος του, χωρίς να έχει… πλάτες και μπάρμπα στην Κορώνη. Ποιος γνωρίζει ότι στις 19 Μαρτίου του 1969 παραιτήθηκε από την ιδιωτική εκπαίδευση (Λύκειο Μπαρμπίκα), αρνούμενος να εκφωνήσει τον «προκατασκευασμένο» λόγο για την εθνική επέτειο. Αυτός που κάποιοι θεωρούσαν «δεξιό» τούς βγήκε από τα… αριστερά και πατριωτικά.
Δύο ήταν οι μεγάλες του αγάπες, η γλώσσα και η πατρίδα. Ως τρίτη θα πρόσθετα τη σύζυγό του Ιωάννα Κώττα, δικηγόρο και εκπαιδευτικό, με την οποία απέκτησε δύο τέκνα: τον Γιάννη, ιστορικό και φιλόλογο, με σπουδές Στρατιωτικής Κοινωνιολογίας στο King’s College του Λονδίνου, και τη Ρωξάνη, καθηγήτρια Γερμανικής Φιλολογίας, με σπουδές Βιβλιολογίας στο London University. Αυτή τη σύντροφο ζωής, που σιωπηλά και στωικά τον στήριζε σε κάθε βήμα του. Ακόμη και στις συναντήσεις που είχε μαζί μας στην εφημερίδα ήταν παρούσα για να τον φροντίζει. Δεν θα ξεχάσω την επισήμανση, όταν μας έδινε τα χειρόγραφά του, ότι το μόνο που θέλει ήταν να γράφει σε πολυτονικό. Και τα χειρόγραφά του ήταν ένας πλούτος θέσεων και απόψεων. Και σ’ τα παρέδιδε με τέτοιο σεβασμό, όπως ένας πατέρας που σου εμπιστεύεται το παιδί του.
Το μεγάλο πάθος του ήταν να γράφει. Και έγραφε έως την τελευταία στιγμή, παρά τα προβλήματα υγείας που προέκυψαν, χωρίς ποτέ να τον καταβάλλουν. Ηθελε να έρχεται στην εφημερίδα, αν και οι αλλαγές τον παραξένευαν, όπως και αυτό που άκουσε ότι στο «μαγαζί» μπορεί να γράφει ελεύθερα, χωρίς κανείς να λογοκρίνει τα κείμενά του.
Οταν το άκουσε αυτό από τον Γιάννη Φιλιππάκη, το πρόσωπό του ζωντάνεψε. Σαν να ήξερε κάτι, που για λόγους αρχής δεν ήθελε να μας εκμυστηρευτεί.
Με τον τρόπο του μάλιστα είχε απαντήσει σε κάποιους επικριτές του με ένα σημείωμα: «Ὅπου κι ἄν ἔγραψα -κι ἔχω γράψει σὲ ἀναρίθμητα ἔντυπα- ποτὲ δὲν ὑπέστειλα τὴ σημαία τῶν προσωπικῶν πεποιθήσεὼν μου, τὶς γλωσσικὲς καὶ ὀρθογραφικὲς ἀρχές μου. Αὐτοἰ ποὺ μὲ φθονοῦν -καὶ ποὺ τάχα θέλουν τὸ καλό μου- ἄς πάψουν τὶς ὕπουλες κακολογίες. “Ἀπὸ ἕναν κύκνο δὲν μποροῦν νὰ πέσουν παρά μόνο λευκά φτερά” ἔχει γράψει ὁ Οὐγκώ. Ἀκόμη καὶ σὲ ὑπόνομο νὰ μπῶ, θὰ βγῶ καθαρὸς, ὅπως βγαίνουν καὶ οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Διότι δὲν δελεάζομαι, οὔτε δεκάζομαι».Αυτόν τον άνθρωπο η Πολιτεία, που έχει βραβεύσει και την… κουτσή Μαρία, δεν τον τίμησε όσο θα έπρεπε. Θυμάμαι τη συγκίνησή του όταν σε μια πολύ όμορφη εκδήλωση στον Πειραιά το 2012, ο τότε δήμαρχος της πόλης Βασίλης Μιχαλολιάκος τού παρέδωσε το βραβείο για την προσφορά του.
Κλείνω την αναφορά μου σε αυτόν τον σπάνιο άνθρωπο, σε αυτόν τον σπουδαίο Ελληνα (τουλάχιστον «έφυγε» πριν δει την Ελλάδα να… μικραίνει και άλλο), με αυτό που ανάρτησε η οικογένειά του στο διαδίκτυο: «Ὁ οὐρανὸς πλουσιώτερος, τὸ σπίτι μας φτωχότερο»…



