Ο χειμώνας έχει ένα πείσμα παράξενο. Σκοτεινιάζει πριν προλάβεις να καταλάβεις ότι έχει αρχίσει για τα καλά η ημέρα. Οι δείκτες του ρολογιού δεν έχουν φτάσει ακόμη στο απόγευμα και οι σκιές απλώνουν τα χέρια τους σαν κουρασμένοι διαβάτες που ζητούν κάπου να ακουμπήσουν για να ξαποστάσουν.
Κι εμείς, κάθε φορά που βλέπουμε το φως να αποσύρεται τόσο γρήγορα, νιώθουμε εκείνο το βάρος που σε γυρίζει πίσω, στα φωτεινά, ανοιξιάτικα απογεύματα. Ο κόσμος γύρω αλλάζει ρυθμούς. Τα καταστήματα κατεβάζουν ρολά νωρίτερα, οι άνθρωποι βιάζονται να γυρίσουν σπίτι, βήματα γρήγορα, κεφάλια χαμηλωμένα, λες και τρέχουν να προλάβουν να κλειστούν σε ένα δωμάτιο πριν η νύχτα τούς θυμίσει όλα όσα προσπαθούν να ξεχάσουν. Η πόλη μοιάζει να στενεύει, να γίνεται πιο μικρή και μέσα στην γκρίζα της καρδιά αντηχούν οι παλμοί όλων μας.
Ισως να φταίει που οι μέρες μικραίνουν και μαζί τους μικραίνουν και η υπομονή, το κουράγιο, η αναμονή. Ισως να φταίει που κάποτε, τέτοιους μήνες, περπατούσαμε με κάποιο ταίρι, μαζί, κι ας έκανε κρύο, κι ας άχνιζε η ανάσα μας τον αέρα. Ακόμη και τότε, όμως, όση σκοτεινιά κι αν έπεφτε, κάτι μέσα σου κράταγε ένα φως αναμμένο, ένα φως που έφτανε και για τους δύο. Τώρα, κάθε απόγευμα που πέφτει μοιάζει σαν να λείπει ένα κομμάτι από τον χάρτη του κόσμου.
Τα φώτα στους δρόμους ανάβουν νωρίς και αδύναμα, κι αντί να φωτίζουν, θυμίζουν. Θυμίζουν με εκείνο τον τρόπο που άλλοτε σε πονά λίγο κι άλλοτε σε κάνει να χαμογελάς αχνά… Μια απλή λάμπα, μια σκιά σε μια βιτρίνα, λίγη μυρωδιά από καμένο ξύλο, όλα γίνονται μικροί αγγελιαφόροι του παρελθόντος που επιμένει να περπατά δίπλα μας, σαν βουβός συνοδοιπόρος. Στις στάσεις του λεωφορείου, χθες, παρακολουθούσα τους ανθρώπους, που δείχνουν πια -όλοι- πως έχουν ανάγκη από λίγη συντροφιά. Κάπου κάπου κοιτάζουν τον ουρανό, σαν να ψάχνουν μιαν απάντηση ή να μετρούν τον χρόνο ώσπου να ξανάρθει η άνοιξη.
Κι όμως, όσο κι αν βαραίνει το σκοτάδι, υπάρχει κάτι παράξενα παρηγορητικό σε τούτη την πρώιμη νύχτα. Είναι σαν να μας καλεί να ανάψουμε το δικό μας μικρό φως. Ενα φως από μιαν ανάμνηση, μια σκέψη, ένα όνειρο. Ενα φως που δεν το σβήνει κανένα σούρουπο, κανένας χειμώνας. Γιατί μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη, ψυχρή νύχτα η ζεστασιά εκείνου που μας λείπει μοιάζει ακόμη πιο αναγκαία. Κι έτσι η μελαγχολία γίνεται μια λεπτή, γλυκιά ομίχλη. Μια ομίχλη που, αντί να κρύβει, αποκαλύπτει. Εστω και για λίγο, έστω και αχνά, την άκρη του φωτός που πάντα θα αναζητούμε…
Η ΑΚΙΣ


