Στα 17 του χρόνια είχε καταδικαστεί τρις σε θάνατο. Κι αν γλίτωσε το απόσπασμα, ανδρώθηκε σε εξορίες και φυλακές, έγκλειστος στα χρόνια της νιότης του, αλλά ελεύθερος ως ακούραστος εχθρός των καθεστωτικών αντιληψεων. Ο Χρόνης Μίσσιος, ο αιώνιος έφηβος (που δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του), έσβησε χθες σε ηλικία 82 ετών, νικημένος από τον καρκίνο, έπειτα από πολυετή μάχη.
Με τη ζωή του, όμως, στον αντίποδα της επιβίωσης, έδωσε μαθήματα ήθους και ανθρωπιάς σε μια πραγματικότητα «σχιζοφρενική», όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει τις σύγχρονες συνθήκες. Σε μια από τις σπάνιες και τελευταίες συνεντεύξεις του, που έδωσε στη «δημοκρατία» πριν από περίπου έναν χρόνο, δήλωσε για ακόμα μία φορά πολέμιος της βίας και εξομολογήθηκε ότι εάν έμπαινε ξανά σε σώμα εικοσάχρονου θα έδινε αγώνα για την επανεποίκηση της Ελλάδας.
Γεννημένος στην Καβάλα το 1930, μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη με την οικογένειά του σε ηλικία έξι ετών, εξαιτίας πολιτικών διώξεων. Γιος καπνεργατών, εγκατέλειψε το σχολείο στη δεύτερη τάξη του δημοτικού για τον βιοπορισμό και από νωρίς στρατολογήθηκε στην Αντίσταση. Την περίοδο της Κατοχής πολέμησε με την Αριστερά, ενώ μετά τη λήξη του Εμφυλίου συνελήφθη το 1947 και καταδικάστηκε σε θάνατο. Απέφυγε την εκτέλεση χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός και έκτοτε έμεινε φυλακισμένος ως το 1953 και από το 1962 εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Αϊ Στράτη.
Μόλις απελευθερώθηκε, οργανώθηκε στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και ως συνιδρυτής του ΠΑΜ, με το στρατιωτικό πραξικόπημα το 1967, φυλακίστηκε ως το 1973.
Μιλώντας στη «δημοκρατία» τον περασμένο Οκτώβριο από το καταφύγιό του στο Καπανδρίτι όπου ζούσε απομονωμένος τα τελευταία χρόνια με τη σύντροφό του Ρηνιώ, είχε στηλιτεύσει το πολιτικό σύστημα ως εκμαυλισμένο: «Τι είναι η δημοκρατία δηλαδή; Κάθε τέσσερα χρόνια να ψηφίζει ο πατέρας με την προσδοκία να διορίσουν τον γιο του; Αυτό είναι δημοκρατία; Δημοκρατία δεν είναι το δικαίωμα στη ζωή, τη μόρφωση, την υγεία, τον ελεύθερο χρόνο και τον πολιτισμό;»
Παρότι η αρρώστια και τα δύσκολα χρόνια είχαν βαρύνει τα πόδια του, η καρδιά του εξακολουθούσε να «πετά» πάνω από τους αγρούς των αυτονομημένων κοινοτήτων που οραματιζόταν. Περιγράφοντας την επανάσταση που θα οργάνωνε αν ήταν 20 ετών σήμερα, ανέφερε: «Nα βάλουμε, τουλάχιστον ένα πόδι στο χωραφάκι μας πριν μας το φάνε και αυτό. Μόνο αν καταφέρουμε να σπάσουμε τα τεράστια μεγέθη και οι άνθρωποι ανταμώσουμε και πάλι σε μικρές κοινότητες πλάι στη φύση, τότε μόνο θα μπορέσουμε να ξανακοιταχτούμε στα μάτια και να συνεννοηθούμε».
Το συγγραφικό του έργο
Εμαθε να γράφει στη φυλακή. Ισως γι’ αυτό ο λόγος του Χρόνη Μίσσιου υπήρξε πάντα ζωντανός και μεστός, μέσα στην απλότητά του. Το συγγραφικό του ντεμπούτο πραγματοποιήθηκε το 1985 με το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (με σκληρή κριτική κατά της Αριστεράς) που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γράμματα, αποσπώντας αμέσως την προσοχή του αναγνωστικού κοινού.
Ακολούθησαν το «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» από τα Γράμματα το 1988, το «Τα κεραμίδια στάζουν» (Γράμματα, 1991) και πέντε χρόνια αργότερα ήρθε το «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι». Αλλες εκδόσεις του ίδιου είναι το «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (Γράμματα, 2001), «Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο» (Bond – us music 2009), ενώ συμμετείχε και στα συλλογικά έργα «Βόλος: Μια πόλη στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο, 2001) και «Παλίμψηστο Καβάλας» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009).
Χρυσάνθη Λαμπροπούλου