Η Νάουσα ήταν κάποτε το Μάντσεστερ των Βαλκανίων. Μόνο η κλωστοϋφαντουργία της απασχολούσε περί τους 4.500 εργαζόμενους. Το πρώτο νηματουργείο στην Ελλάδα και τη Βαλκανική στήθηκε εκεί το 1874, ανοίγοντας πεδίο δόξης λαμπρό για έναν κλάδο που ευημέρησε επί πολλά χρόνια, είχε όμως άδοξο τέλος στην περιοχή συμπαρασύροντάς τη στην πτώση, αφού η οικονομία της ήταν βασισμένη σε αυτόν. Σήμερα η Νάουσα θεωρείται η πρωτεύουσα της ανεργίας, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για ποσοστά άνω του 40%. Αυτό που περνά την τελευταία τριετία η χώρα η Νάουσα το περνά την τελευταία 20ετία.
Τον τελευταίο καιρό όμως, με δεδομένη την κρίση, ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Ενα-ένα τα τελευταία της ζωντανά κύτταρα απομακρύνονται. Το καλοκαίρι έκλεισε η Σχολή Αστυφυλάκων, το Τμήμα Δίωξης Λαθρομεταναστών αλλά και η τοπική ΔΟΥ μεταφέρθηκαν στη Βέροια, ενώ το τελευταίο χτύπημα ήρθε στο πλαίσιο του σχεδίου «Αθηνά», που προβλέπει τη μετακόμιση, έπειτα από συγχώνευση, του Τμήματος Διοίκησης Τεχνολογίας στη Θεσσαλονίκη, εξέλιξη που δεν θα αποτελέσει μόνο οικονομικό πλήγμα, σύμφωνα με τους τοπικούς φορείς, αλλά και χτύπημα για τον κοινωνικό ιστό, αφού ο νέος κόσμος έδινε μια άλλη νότα στην περιοχή. Μάλιστα, η ειρωνεία είναι ότι το Τμήμα Διοίκησης Τεχνολογίας στεγάζεται στο πρώτο νηματουργείο της Νάουσας (στο ιστορικό κτίριο Λόγγου – Τουρπάλη), για το οποίο ο δήμος διέθεσε τη διετία 2003-2004 περί τα 2.500.000 ευρώ για να ανακαινισθεί, ώστε να καλύπτει τους εκπαιδευτικούς σκοπούς, όπως σημειώνει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο δήμαρχος Νάουσας Αναστάσιος Καραμπατζός. Με νύχια και με δόντια κρατούν οι τοπικές Αρχές το ΙΚΑ, που έχει 4.500 ασφαλισμένους, φοβούνται όμως ότι και αυτό θα μεταναστεύσει. Η αγορά της Νάουσας φυτοζωεί. Τα καταστήματα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ενώ μόνο το τρόφιμο δείχνει ακόμα αντοχές. Οσες εμπορικές επιχειρήσεις επιβιώνουν ακόμη το κάνουν με μεγάλο κόπο, αφού τα εισοδήματα έχουν περιοριστεί, δουλειές δεν υπάρχουν και ούτε βέβαια διάθεση για αγορές.
Το μεταναστευτικό κύμα είναι ιδιαίτερα έντονο στη Νάουσα. Ολόκληρες οικογένειες μαζεύουν τα υπάρχοντά τους και αναζητούν την τύχη τους είτε σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα, είτε στο εξωτερικό, με πρώτες επιλογές την Αυστραλία και την Κύπρο. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του 28χρονου Μιχάλη Οικονόμου, που φοίτησε στο πανεπιστημιακό τμήμα της πόλης του, όμως ήξερε από την αρχή ότι δεν έχει προοπτική εκεί, με αποτέλεσμα να επιλέξει την Κύπρο για να αναζητήσει την επαγγελματική του τύχη στις νέες τεχνολογίες. «Αντί να πάρουν το τμήμα από τη Νάουσα, θα έπρεπε να δημιουργήσουν ένα τμήμα με σπουδές που έχουν άμεση σχέση με την περιοχή, ένα τμήμα οινολογίας, για παράδειγμα, για να συνδεθεί η εκπαίδευση με την τοπική παραγωγή» αναφέρει στην «κυριακάτικη δημοκρατία».
Η 35χρονη Τάνια Σούχρα, που είχε κομμωτήριο στη Νάουσα, αναγκάστηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης να μετακομίσει πριν από εννέα μήνες στην Κύπρο, όπου εργάζεται σήμερα σε ένα κέντρο spa, υπεύθυνη για το τμήμα κομμωτηρίου. Με τον άνδρα της, που ήταν μήνες απλήρωτος, αντιμετώπισαν δυσκολίες και πήραν την απόφαση. Η ίδια λυπάται που μια πόλη με τόσο όμορφο φυσικό περιβάλλον, με ένα βουνό όπως το Βέρμιο, το οποίο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί χειμώνα καλοκαίρι, και με μεγάλη ιστορία, βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση. Αγαπά την πόλη της, δύσκολα όμως θα ξαναγυρίσει. Οπως αναφέρει μάλιστα, στη Νάουσα οι μεγαλύτερες κατηγορίες πολιτών είναι οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι.
Η κατηφόρα άρχισε με τα λουκέτα του ’80
Η αρχή του τέλους για την τοπική οικονομία ξεκίνησε για τη Νάουσα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν μπήκαν τα πρώτα λουκέτα στην κλωστοϋφαντουργία. Πρώτα η Βέτλανς Νάουσα και μετά η Πέλλα-Ολυμπος άφησαν περίπου 1.100 εργαζομένους στον δρόμο. Ο ανταγωνισμός των χαμηλότερων τιμών, που ξεκινούσε από το φθηνότερο εργατικό κόστος, από γειτονικές χώρες των Βαλκανίων και την Απω Ανατολή, άρχισε να ροκανίζει την ως τότε κραταιά κλωστοϋφαντουργία της περιοχής. Από το 1960 έως το 1985 η Νάουσα ζούσε πιένες και ήταν από τις πλουσιότερες πόλεις της Ελλάδας.
Τα λουκέτα αυτά όμως ήταν μόνον η αρχή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία ο αγροτικός κλάδος της Νάουσας δέχθηκε μεγάλο πλήγμα. Το κλείσιμο των χερσαίων διόδων προς τις αγορές της κεντρικής Ευρώπης, όπου κατηύθυνε τα αγροτικά της προϊόντα, ροδάκινα, μήλα, κεράσια, ακτινίδια, ανάγκασε τους αγρότες της περιοχής να μεταφέρουν την παραγωγή τους μέσω της Ηγουμενίτσας, με συνέπεια το μεταφορικό κόστος να αυξάνεται σημαντικά, καθιστώντας λιγότερο ανταγωνιστικά τα προϊόντα τους και δίνοντας την ευκαιρία στους γείτονες ανταγωνιστές, όπως οι Ιταλοί, να μπουν σφήνα.
Το 2004 κλείνει η Τρικολάν, το 2005 τα Κλωστήρια Β’ Ναούσης και η Ολυμπιακή, το 2008 τα Κλωστήρια Γ’ και Δ’. Μια ολόκληρη πόλη κρατά την ανάσα της. Ο όμιλος Λαναρά υπήρξε ευλογία και κατάρα για την περιοχή. Εδωσε αλλά και πήρε πολλά. Με την πτώση της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας σβήνουν και οι τελευταίες ελπίδες για τον κλάδο. Οι εργαζόμενοι μάταια διεκδίκησαν, βγήκαν στους δρόμους, πάλεψαν. Σήμερα στην περιοχή έχει απομείνει μόνο η Βαρβαρέσσος να θυμίζει το ένδοξο παρελθόν.
Υποχρεωτική στροφή πλέον στον τουρισμό και τις καλλιέργειες
Η πόλη πάντως, παρόλο που θυμίζει πια φάντασμα του βιομηχανικού της εαυτού, συνεχίζει να ελπίζει. Αλλωστε, πέρα από τις «κατάρες» της, έχει και πολλές ευλογίες, όπως είναι το εξαιρετικό φυσικό τοπίο της. Στο πλαίσιο αυτό οι τοπικοί φορείς, του Δήμου Νάουσας προεξάρχοντος, επικεντρώνουν τελευταία τις προσπάθειές τους στον τουριστικό κλάδο. Πρόσφατα προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την αξιοποίηση του χιονοδρομικού κέντρου 3-5 Πηγάδια, μέσω ΣΔΙΤ, και το ενδιαφέρον είναι μέχρι στιγμής μεγάλο, με ξένες εταιρίες να καλοβλέπουν το πρότζεκτ.
Στόχος του δήμου είναι επίσης να προβληθούν και να αξιοποιηθούν μέρη όπως το άλσος του Αγίου Νικολάου, αλλά και η Σχολή Αριστοτέλους, όπου ο Αλέξανδρος διδάχθηκε από τον Αριστοτέλη. Ο δήμος ανέλαβε το 2008 πρωτοβουλία για την ένταξη σε ολοκληρωμένο αναπτυξιακό πρόγραμμα με σκοπό την αξιοποίηση του Βερμίου, ενώ μαζί με τους άλλους δήμους που έχουν σχέση με τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη έχουν προχωρήσει σε ενδοπεριφερειακή διαδημοτική συνεργασία με κοινό site για την προβολή της περιοχής. Και η βιομηχανική ιστορία της πόλης όμως θα αξιοποιηθεί. Το κτίριο της Βέτλανς Νάουσα θα φιλοξενήσει ένα μουσείο βιομηχανίας, αφού πια η βιομηχανία στην περιοχή είναι μουσειακό είδος.
Πέρα όμως από τον τουρισμό η Νάουσα επιδιώκει να δώσει ώθηση και στον πρωτογενή τομέα, καθώς η παραγωγή της, παρά τον μικρό κλήρο, είναι σημαντική και πλούσια. Ροδάκινα, μήλα, κεράσια και ακτινίδια βρίσκονται στην προμετωπίδα και αναζητούν ξένες αγορές, ενώ το ξινόμαυρο κρασί της περιοχής είναι φημισμένο και τα οινοποιεία της ξακουστά.
«Κάνουμε ό,τι μπορούμε. Μας άφησαν στη μοίρα μας, αλλά εμείς δεν θα αφήσουμε την πόλη. Μπορεί η ανεργία να είναι το βασικό της χαρακτηριστικό, όμως ένα ακόμα βασικό της γνώρισμα είναι η φυσική της ομορφιά και η αγροτική της παραγωγή και αυτά θα τα αξιοποιήσουμε» σημειώνει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο δήμαρχος Νάουσας Αναστάσιος Καραμπατζός.