Η δημαγωγία που κατέστρεψε την Αθήνα (μαζί με την αλαζονεία της αδιαφιλονίκητης υπερδύναμης) δεν τέλειωσε με τον θάνατο του ΚλέωνοςΟ Κλέων φαίνεται πως διέφθειρε τον λαό περισσότερο από κάθε άλλον με τις υπερβολικές του παρορμήσεις και ήταν ο πρώτος που, ενώ βρισκόταν στο βήμα, φώναζε, έβριζε και έβγαζε λόγους φορώντας ζώνη, ενώ όλοι οι άλλοι ρήτορες αγόρευαν με κοσμιότητα».
Αριστοτέλους Απαντα «Αθηναίων Πολιτεία», 28.3.1, τόμος 5, Αθήνα: 1993, εκδόσεις Κάκτος, σ. 111
Ο Αριστοτέλης στο «Αθηναίων Πολιτεία» φωτίζει πτυχές από τον πολιτικό βίο των Αθηναίων, που θα ήταν μάλλον δυσχερές να γίνουν γνωστές αν δεν αποτελούσαν αντικείμενο μελέτης του Σταγειρίτη φιλοσόφου. Η ανάλυσή του είναι εναργής, η σύνθεση των επιμέρους στοιχείων αναλογική με τη σημασία τους, η απόπειρα διατύπωσης γνώμης πάντα στο παρασκήνιο, ως υπόστρωμα των γεγονότων. Η κεντρική μέριμνα του Αριστοτέλους σε αυτό το έργο είναι η ακρίβεια στη μεταφορά των δεδομένων, των αληθινών περιστατικών και η κατάδειξη της μείζονος σημασίας των δομών και των κοινωνικών διεργασιών της εποχής.
Αυτό το κείμενο, φυσικά, δεν είναι φιλοσοφικό, αλλά ένα κράμα δημοσιογραφίας, ιστοριογραφίας, κοινωνιολογίας και ψυχολογίας. Ολα αυτά με αρμονία και τρόπο τόσο πηγαίο και αυθεντικό, ώστε να φαντάζουν σαν αποσπάσματα αφήγησης αυτόπτη μάρτυρα – κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του Αριστοτέλους αφού γεννήθηκε το 384 π.Χ., 38 έτη μετά τον θάνατο του Κλέωνος στη μάχη της Αμφιπόλεως το 422 π.Χ.
Ωστόσο, αυτό το απόσπασμα δείχνει πώς η ασχήμια της δημαγωγίας, η αναίδεια, ο χυδαίος τρόπος έκφρασης κάποιου πολιτικού και η έλλειψη ενδιαφέροντος για τον ενδεδειγμένο τρόπο αμφίεσης την ώρα άσκησης των καθηκόντων του άσκησαν μεγάλη ελκτική δύναμη στον καλλιεργημένο, γεμάτο αυτοπεποίθηση και ιστορικά έμπειρο και δοκιμασμένο αθηναϊκό λαό. Η παρακμή, και μάλιστα στη ραγδαία, ανεξέλεγκτα επιταχυνόμενη εκδοχή της, αποτελεί την ευκολοτέρως παραγόμενη κατάσταση. Δεν υπάρχει δυσκολία στον αγώνα δρόμου προς τα κάτω. Το αντίθετο είναι δυσχερές.
Ο Κλέων παρέσυρε τους Αθηναίους ακόμα και με το να δίνει το κακό παράδειγμα, αποφεύγοντας να βγάζει τη ζώνη του την ώρα της αγόρευσης – κάτι που θεωρείτο εξαιρετικά αγενές προς το ακροατήριο και γενικά τον θεσμό της Εκκλησίας του Δήμου. Επίσης, ο τρόπος και ο τόνος της φωνής του την ώρα της δημηγορίας ήταν τόσο προκλητικοί, άναρχοι και θορυβώδεις, που αποκαλείτο υποτιμητικά «κεκράκτης» και «κεκραξιδάμας».
Στη σύγχρονη εποχή, κατά την οποία δεν φωτίζουν τις ημέρες μας τα καλογυαλισμένα λάφυρα από τα περσικά πολεμικά πλοία που βύθισε ο αθηναϊκός στόλος, υπάρχουν Κλέωνες που δεν επιδεικνύουν αναίδεια φορώντας ζώνη, αλλά ασχημονώντας όταν μιλούν (με τα κάκιστα ελληνικά τους) και επιδεικνύοντας την απόστασή τους από το γενικά παραδεκτό με το να αποφεύγουν να φορέσουν γραβάτα. Η δημαγωγία που κατέστρεψε την Αθήνα (με την αλαζονεία της αδιαφιλονίκητης υπερδύναμης) δεν τέλειωσε με τον θάνατο του Κλέωνος.
Στην αμέσως επόμενη παράγραφο ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην επιδοματική πολιτική που είθισται να χρησιμοποιούν οι λαοπλάνοι ως εργαλείο κατασκευής θετικών εντυπώσεων: «Ο Κλεοφών ήταν ο πρώτος που χορήγησε δύο οβολούς ως επίδομα: Για ένα διάστημα δινόταν το ποσό αυτό, αργότερα όμως η συνήθεια αυτή καταργήθηκε απ’ τον Καλλικράτη από τον δήμο της Παιανίας, ενώ προηγουμένως είχε υποσχεθεί ότι θα χορηγούσε ακόμα έναν ή δύο οβολούς. Και οι δύο αργότερα, ο Κλεοφών και ο Καλλικράτης, καταδικάστηκαν από τους Αθηναίους σε θάνατο: Το πλήθος συνηθίζει, έστω κι αν εξαπατηθεί, να μισεί μετά όποιους το παρασύρουν να πράξει κάτι κακό».
Το πρώτο που αξίζει να σημειωθεί είναι η πτωτική φύση της εξουσίας, που εθίζει τους πολίτες στα επιδόματα και αντί για την παραγωγή πλούτου και την ενεργητική τόνωση της οικονομίας διανέμει χαρτζιλίκια. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Κλεοφών και ο Καλλικράτης, παρά τους οβολούς που μοίραζαν στο πλήθος, δεν απέφυγαν την οικτρή κατάληξη που επιφύλασσε για εκείνους η Ιστορία. Ο Αριστοτέλης την αποδίδει εν μέρει στην επίγνωση που έχουν οι πολλοί όταν παρασύρονται ότι διαπράττουν κάτι κακό και στη διάθεσή τους να τιμωρούν όποιον τους εκτρέπει του ορθού δρόμου.
Παναγιώτης Λιάκος