Δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν πλούσιοι. Ημασταν μια αστική οικογένεια, με πέντε παιδιά, πατέρα γιατρό και μητέρα ιδιοκτήτρια δημοτικού σχολείου. Ο πατέρας μας εργαζόταν στο ΙΚΑ και τον Οίκο του Ναύτου και η μητέρα, σε μια εποχή που οι γυναίκες μόλις είχαν αρχίσει να ψηφίζουν, κρατούσε μόνη της μια επιχείρηση με περίπου τριακόσιους μαθητές, δέκα δασκάλες, σχολικό λεωφορείο, με οδηγό μόνιμο, καθαρίστρια, που διέμενε δωρεάν σε έναν οικίσκο, κτισμένο στην αυλή του σχολείου και αμειβόταν κανονικά.
«Ετρεχε» και ένα σημαντικό δάνειο, με το οποίο κτίστηκε το σχολείο (με ενσωματωμένο στο κτίριο και το σπίτι μας). Με πέντε παιδιά, δάνειο και τόσους υπαλλήλους τα βγάζαμε πέρα, αλλά δεν ήμασταν πλούσιοι. Εξάλλου, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν πολλοί πλούσιοι στην Ελλάδα. Και δεν υπήρχαν οι σημερινές ταξικές διαφορές, ούτε η τοξικότητα μεταξύ των διάφορων τάξεων.
Κατά την περίοδο, λοιπόν, των εορτών, λες και περνούσε πάνω από τη γειτονιά μας -και τις γύρω γειτονιές- μια νεράιδα και με ένα μαγικό ραβδί τα άλλαζε όλα! Ετσι, ο χωματόδρομος της οδού Σειστού, όπου και το σπίτι μας, ξαφνικά ήταν καλοσκουπισμένος, τα ρείθρα των πεζοδρομίων ήταν όλα ασβεστωμένα, στα παράθυρα των σπιτιών υπήρχαν χριστουγεννιάτικα δένδρα, με ελάχιστα φωτάκια «μαργαρίτες», που τότε είχαν πρωτοκάνει την εμφάνισή τους. Ούτε στολισμός στις πόλεις ούτε πολλά φώτα. Αλλά πολλή αγάπη, χαρά και πολλά παιδιά!
Εκείνες τις μέρες έβλεπες τόσα παιδιά, όσα δεν έβλεπες όλο τον χρόνο. Γιατί οι Ελληνες, τότε, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, παντρεύονταν (κανονικά) και τεκνοποιούσαν. «Τα παιδιά είναι ευτυχία» έλεγαν και το πίστευαν. Εγώ, προτελευταίος σε μια αλυσίδα πέντε παιδιών (τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι), δεν θυμάμαι να φόρεσα πολλά καινούργια ρούχα. Φορούσα κυρίως τα «αποφόρια» των μεγαλύτερων, αλλά και κάποια «αμερικανικά» που έστελναν στις γιορτές (μεταχειρισμένα συνήθως) οι συγγενείς μας από την Αμερική.
Στις γιορτές επίσης μπορεί να αποκτούσαμε καινούργια παπούτσια. Συνήθως λουστρίνια, που τα προσέχαμε σαν τα μάτια μας. Τις καθημερινές φορούσαμε τα ελβιέλα, ελληνικά,δηλαδή, σπορ παπούτσια, και οι σινιέ.
Θυμάμαι, πάντως, ότι τα Χριστούγεννα ήταν συνήθως ηλιόλουστα και παίζαμε στον δρόμο «καρύδια». Δηλαδή χρησιμοποιούσαμε, αντί για βόλους και γκαζάκια, τα καρύδια, που τότε αφθονούσαν σε όλα τα σπίτια. Την Πρωτοχρονιά όλοι έμεναν στο σπίτι και στις δώδεκα τη
νύχτα κάποιος «κατέβαζε τον διακόπτη» για να αναβοσβήσει τα φώτα και να πούμε «Καλή Χρονιά». Λίγα πράγματα, μετρημένα, συνήθως φθηνά, αλλά πολλή χαρά, κάλαντα, γλυκά φτιαγμένα από εμάς τους ίδιους και όχι ετοιματζίδικα.
Και αγάπη, σεβασμός στους γονείς, τους παππούδες, τους μεγαλύτερους. Καλά Χριστούγεννα, αγαπητοί…
Από τη στήλη «Ακίς» της «Δημοκρατίας»


