Αφού έφερε την Ε.Ε. σε θέση… καρπαζοεισπράκτορα, η Φον ντερ Λάιεν βλέπει το πάρτι ΗΠΑ – Ρωσίας στο κουφάρι της Ουκρανίας να συνεχίζεται χωρίς σοβαρή αντιπρόταση
Ετσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα με την Ουκρανία, αποκαλύπτεται σε όλη της την πανωλεθρία η στρατηγική, οικονομική και πολιτική αποτυχία της Ευρώπης. Αυτό που κατάφερε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ήταν να μεταμορφώσει την Ε.Ε. σε έναν άβουλο παρατηρητή των εξελίξεων, ο οποίος πληρώνει για να τον εκμεταλλεύονται.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ήταν ποτέ της Ευρώπης. Δεν ήταν ποτέ ούτε καν της Ουκρανίας, η οποία ήταν ακόμη ανέτοιμη στρατιωτικά για τέτοιες αντιπαραθέσεις. Πρόκειται για έναν πόλεμο -δι’ αντιπροσώπων- της Αμερικής με τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ τον άρχισαν επί Μπάιντεν. Κι επί Τραμπ, αφού πρώτα εξασφάλισαν όσα ήθελαν, τον… βαρέθηκαν και τώρα τον «λήγουν» με συνοπτικές διαδικασίες, με συνθηκολόγηση της Ουκρανίας, δηλαδή.
Η ως τώρα κατάσταση, με το ειρηνευτικό πλάνο 28 σημείων του Τραμπ, αφήνει ως πρώτο θύμα του πολέμου την Ουκρανία και ως δεύτερο την Ευρώπη. Οι ΗΠΑ παίρνουν τα περισσότερα κέρδη. Η Ρωσία παίρνει τα εδάφη και κάμποσα από τα κέρδη. Η Ουκρανία μένει ρημαγμένη και «κολοβή» και η Ε.Ε. φορτώνεται όλη τη χασούρα.
Στις Βρυξέλλες δεν αρέσει το σχέδιο Τραμπ για την Ουκρανία και έχουν δίκιο, είναι ένα κακό σχέδιο, μη ισορροπημένο. Ομως, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, η Ε.Ε. δεν κατάφερε ποτέ να παρουσιάσει τη δική της πρόταση για το μέλλον και να την υπερασπιστεί αποφασιστικά. Η χθεσινή υποτιθέμενη «αντιπρόταση» της Ε.Ε. επιβεβαιώνει τον ρόλο του loser, εκλιπαρώντας απλά να μην πάρει πάνω της όλη τη χασούρα, ζητώντας περισσότερη πρόσβαση στην ανοικοδόμηση. Η Αμερική, βέβαια, έχει ήδη εξασφαλίσει ότι τουλάχιστον το 50% από την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας θα μπει στη δική της τσέπη.
Μπροστά στην ευρωπαϊκή ένδεια και τη μυωπική ηγεσία της Φον ντερ Λάιεν, η Αμερική παραγκώνισε την Ευρώπη στον ρόλο του εντολοδόχου. Μέσα σε τριάμισι χρόνια ο Τραμπ διέκοψε την υποστήριξη του πολέμου που είχε αρχίσει η χώρα του υπό τον προηγούμενο πρόεδρο, ανάγκασε την Ευρώπη να αγοράζει ακριβό φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τις ΗΠΑ και την υποχρέωσε να αυξήσει κατακόρυφα τις αμυντικές δαπάνες.
Η άβουλη Φον ντερ Λάιεν κατάφερε:
1. Να βάλει τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να πληρώσουν συνολικά 170 δισ. ευρώ σε βοήθεια προς την Ουκρανία, ποσό που υπερβαίνει τις συνεισφορές των ΗΠΑ, γνωρίζοντας ότι δισεκατομμύρια από αυτά τα λεφτά μεταφέρονταν σε προσωπικούς λογαριασμούς για μίζες των ανθρώπων του Ζελένσκι.
2. Να αποδεχτεί την αλλαγή ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης, από το φθηνό ρωσικό στο ακριβότερο αμερικανικό φυσικό αέριο.
3. Να εκτινάξει τα κέρδη για την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ, στεγνώνοντας τα ευρωπαϊκά δημοσιονομικά, ώστε να αγοράζουμε όπλα αμερικανικής κατασκευής, και κάποια γερμανικής, για την Ουκρανία. Μόνο το 2024 οι πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ σε ξένα κράτη αυξήθηκαν κατά 29%, φτάνοντας το ρεκόρ των 318,7 δισ. δολαρίων.
Τώρα, μπροστά στο αμερικανικό σχέδιο-τελεσίγραφο, η Φον ντερ Λάιεν αναζήτησε έναν οποιονδήποτε τρόπο να το επηρεάσει κάπως ή έστω να το καθυστερήσει, αλλά η Ευρώπη δεν έχει καμιά σοβαρή στρατηγική να προτείνει, πέρα από το να συνεχιστεί, επ’ αόριστον, ο πόλεμος. «Πρώτον, τα σύνορα δεν μπορούν να αλλάξουν διά της βίας» επισήμανε προχθές από το Γιοχάνεσμπουργκ η Φον ντερ Λάιεν στις διαφωνίες της με το σχέδιο. Πολύ λίγο, πολύ αργά. Το σχέδιο επιβραβεύει την επιθετικότητα στις διεθνείς σχέσεις. Επιπρόσθετα, αφού πρακτικά αποδέχεσαι την αλλαγή συνόρων με τη βία μέσα στην ίδια την καρδιά της Ε.Ε., την Κύπρο, κανείς δεν σου δίνει σημασία όταν ξεστομίζεις κούφια συνθήματα.
«Δεύτερον, δεν πρέπει να επιβληθούν περιορισμοί στις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας. Τρίτον, κεντρικότητα της Ε.Ε. στην εξασφάλιση ειρήνης για την Ουκρανία». Δηλαδή, «στην ανοικοδόμηση της χώρας, στην ένταξή της στη βιομηχανική βάση άμυνας μας, και τελικά, την ένταξή της στην Ενωσή μας». Εδώ η Φον ντερ Λάιεν ουσιαστικά ζητάει μεγαλύτερο μερίδιο κέρδους για τις βιομηχανίες όπλων της Ευρώπης και παραπονιέται που ακόμα κι αυτή η περίφημη ανοικοδόμηση της Ουκρανίας θα ωφελήσει τελικά μόνο αμερικανικά και ρωσικά συμφέροντα.
Με δυο λόγια, όπως αποτυπώθηκε και επίσημα πια από τη χθεσινή «ανταπάντηση», υπό την σοφή ηγεσία της Ούρσουλα η Ευρώπη πλήρωσε για το τσιμπούσι, αλλά θέση στο τραπέζι δεν της έδωσαν. Θα αρκεστεί στα αποφάγια. Σύμφωνα με το σχέδιο Τραμπ, δεν θα μπορούν να σταθμεύσουν στρατεύματα του ΝΑΤΟ σε ουκρανικό έδαφος, πράγμα που βάζει τέλος και στα ευρωπαϊκά σχέδια, τα οποία ως τώρα υποτίθεται ότι υποστήριζε η Αμερική να εγκαταστήσουν εκεί μια «ευρωπαϊκή δύναμη».
Επιπρόσθετα, το σημείο «10» του σχεδίου («οι ΗΠΑ θα λάβουν αποζημίωση για την εγγύηση ασφαλείας») ορίζει ότι η Αμερική θα πληρωθεί για να συμφωνήσει την υποστήριξη της Ουκρανίας. Οσον αφορά τα περίφημα ρωσικά κεφάλαια που βρίσκονται παγωμένα στην Ευρώπη, σύμφωνα με το σχέδιο Τραμπ αυτά τα χρήματα θα περιέλθουν πλέον υπό αμερικανικό έλεγχο και θα χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή κερδών για την Αμερική.
Οι Βρυξέλλες, σε κατάσταση πανικού, το μόνο που αντιπροτείνουν είναι ουσιαστικά να βρουν τώρα κι άλλα χρήματα τα ευρωπαϊκά κράτη, κι ας έχουν γονατίσει δημοσιονομικά τα μέλη της Ε.Ε., προκειμένου να συνεχίσει τον πόλεμο η Ουκρανία, χωρίς την Αμερική. Αυτά συμβαίνουν όταν η Ευρώπη στη θέση ενός ηγέτη τοποθετεί μια διεφθαρμένη εργολάβο συμφερόντων.
ΟΥΡΣΟΥΛΑ ΦΟΝ ΝΤΕΡ ΛΑΪΕΝ
Γερμανίδα πρόεδρος Ευρωπαϊκής Επιτροπής
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε το 1958 στο Βέλγιο. Είναι κόρη Χριστιανοδημοκράτη, πρώην υπουργού – προέδρου της Κάτω Σαξονίας και σπούδασε Ιατρική στο Ανόβερο. Το 2015 αποδείχθηκε ότι έκανε λογοκλοπή στο διδακτορικό της. Πήρε διάφορους κυβερνητικούς ρόλους ως προστατευόμενη της Ανγκελα Μέρκελ. Το 1986 παντρεύτηκε τον ιατρό Χάικο φον ντερ Λάιεν, μέλος της ιστορικής οικογένειας, και απέκτησαν επτά παιδιά. Είναι πολύγλωσση και της αρέσει η ιππασία. Το 2005 διορίστηκε ομοσπονδιακή υπουργός Οικογενείας και το 2010 εξελέγη αντιπρόεδρος του CDU. Το 2013 διορίστηκε υπουργός Αμυνας της Γερμανίας, πόστο στο οποίο παρέμεινε ως τον Ιούλιο του 2019. Στις 16 Ιουλίου 2019 εξελέγη πρόεδρος Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με ισχνή πλειοψηφία. Στις 18 Ιουλίου 2024 επανεξελέγη ακόμα μία πενταετία.


