Επειδή διαβάζω ότι με τα νέα μέτρα θα σταματήσει η ασυδοσία της υπερβολικής ταχύτητας στους δρόμους, περιγράφω την (προ)χθεσινή μου εμπειρία. Οδηγώ στη Λεωφόρο Κηφισού, από Πειραιά. Αφήνω τα απαίσια «σαμαράκια» που κάθε 100 μέτρα κάνουν τα αμορτισέρ να στενάζουν, και πηγαίνω μέσα στα όρια ταχύτητας. Γράφει το στρογγυλό σήμα της Τροχαίας «80».
Το κοντέρ μου δείχνει «85» και αφήνω λίγο γκάζι. Πίσω μου ένα μικροσκοπικό κατσαριδάκι μού αναβοσβήνει τα φώτα. Φυσικά, αν μαρσάρω, θα με χάσει για πάντα, αλλά αφού γράφει 80, πάω με τόσα. Ο ποκοπίκο αναβοσβήνει τα φώτα και αρχίζει να κορνάρει. «Φώναζε όσο θέλεις, 80 γράφει, τόσο θα πας» σκέφτομαι, αλλά το αγιοβασιλιάτικο όχημα με περνά από δεξιά, αφού κάνει μια σφήνα στη μεσαία λωρίδα, και παραλίγο να σκουντουφλήσει στο φορτηγό που προηγείται! Ο οδηγός του φορτηγού κορνάρει, και πρέπει να ακούστηκε μέχρι τα Μάλγαρα!
Στη γέφυρα προς Λεωφόρο Αθηνών μάς πιάνει το φανάρι. Ο φορτηγατζής σταματά δίπλα στον ηλίθιο. «Σέβομαι, ρε, τη γυναίκα που έχεις δίπλα σου, αλλιώς θα σε είχα στείλει!» του λέει ο νταλικέρης. «Ασε μας, ρε σαχλαμάρα» απαντά ο ποκοπίκο που καπνίζει αρειμανίως. Ο νταλικέρης κατεβαίνει και πλησιάζει. Ανάβει το πράσινο. Κορνάρουν όλοι και ο «μάγκας» νεαρός πατάει γκάζι και χάνεται, στρίβοντας δεξιά προς Περιστέρι! Τόσο μάγκας όσο δεν υπάρχουν κάμερες!
Τελειώνω την επίσκεψη στον «λαστιχά» μου και ανεβαίνω στην εφημερίδα. Απόγευμα, τελειώνει η εργασία και κατεβαίνω από Συγγρού Πειραιά. Τα πρώτα φάσκελα τα τρώω στην Αρδηττού, καθώς ο πίσω μου, ένας μεγαλύτερός μου σε ηλικία, με ένα αυτοκίνητο παλαιό, πολλών κυβικών, θέλει να κάνει αριστερά για να προσπεράσει το τραμ, στο οποίο έχει σχεδόν κολλήσει. Δεν μπορώ να τον διευκολύνω, διότι πλάι μου, σχεδόν πόρτα με πόρτα, έχει πάρει θέση ένα Φορντ. Ο υπερήλιξ χουλιγκάνος βγάζει το χέρι από το παράθυρο του οδηγού και μου αμολάει μια μεγαλοπρεπή μούντζα!
«Πάρ’ τα, κόπανε!» μου λέει. Προφανώς κάτι έχει γίνει πιο μπροστά μας και έχουμε κολλήσει. Ανοίγω το παράθυρο. «Καλά, δεν σέβεσαι την ηλικία σου; Πώς κάνεις έτσι; Αλλο λίγο και θα μας αφήσεις χρόνους. Γιατί τόσα νεύρα;» του λέω. Αντί απαντήσεως, μου ρίχνει άλλη μια φασκελιά και κλείνει το τζάμι του! Στη Συγγρού πιάνω τη μεσαία λωρίδα και πάω με 800, όσα γράφει η πινακίδα. Ο υπερήλιξ νταής έχει σχεδόν κολλήσει πίσω μου. Με τη «σκάφη» που οδηγεί, μια παλιά Μερσεντές που θα καίει όσο η Ακρόπολη το βράδυ, με ακολουθεί κατά πόδας. Ετσι και φρενάρω, έχω εξασφαλίσει καινούργιο αυτοκίνητο, αλλά τι θα γίνει αν πάθει καμιά ανακοπή ο παππούς που την είδε Φιτιπάλντι; Κάνω δεξιά, μπαίνω Καλλιθέα και με χάνει! Ουφ!
Η Ακις



