Ξεκίνησα πρωί πρωί την αποστολή ανά την ελληνική επικράτεια, με στόχο να φτάσω από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη ή τουλάχιστον σε κάποιο σημείο του χάρτη που δεν θα έβλεπα τρακτέρ, πανό, δεν θα μύριζε ο τόπος καφέ και σουβλάκι στα κάρβουνα. Μια τέτοια εμπειρία, έπειτα από τόσα χρόνια στο ρεπορτάζ, θα είχε ενδιαφέρον. «Μου αρέσει η ιδέα» είπα στον Γιάννη Φιλιπππάκη και έβαλα μπρος το αυτοκίνητο.
«Πότε πήγα τελευταία φορά αποστολή on the road;» σκέφτηκα κι έβαλα στο μηχάνημα ένα cd με τους λατρεμένους μου Creedence Clearwater Revival. Στο πρώτο μπλόκο, κάπου στη Λαμία, με σταμάτησε ένας αγρότης με ευρύγυρο καπέλο. «Πού πάμε;» με ρώτησε σαν συνοριοφύλακας. «Θεσσαλονίκη» του είπα. Με κοίταξε με συμπόνια. «Κουράγιο» απάντησε και μου πρόσφερε ένα μανταρίνι. Η αλληλεγγύη της υπαίθρου.
Η πομπή από τρακτέρ έφτανε μέχρι τον ορίζοντα. Αλλα είχαν σηκώσει πανό με συνθήματα, άλλα απλώς κορνάριζαν, με ηχητικό αποτέλεσμα ανάμεσα σε βρυχηθμό αρκούδας και μουγκρητό δράκου. Από δίπλα μια καντίνα βαν είχε στηθεί σε φουλ φόρμα. Σουβλάκια, καφές ελληνικός, νεράκι κι ένα χαρτόνι που έγραφε «Στήριξε τον αγώνα». Λίγο πιο πέρα, σε μια στροφή, άλλο μπλόκο. Εδώ οι αγρότες ήταν πιο οργανωμένοι. Είχαν στήσει και σκηνές, κάτι σαν Γούντστοκ χωρίς μουσική. Ο επικεφαλής κρατούσε την ντουντούκα. «Συμπορευτείτε!» φώναζε. Δεν ξέρω αν εννοούσε να διαδηλώσω ή να σπρώξω λίγο το αυτοκίνητο για να περάσω. Προτίμησα να κουνήσω το κεφάλι με τρόπο που να προλαμβάνει όλες τις πιθανές ερμηνείες.
Ενας οδηγός μπροστά μου βγήκε από το αμάξι και ρώτησε αν υπάρχει τρόπος να περάσει. Του απάντησαν με τον κλασικό αγροτικό διπλωματικό λόγο: «Θα δούμε». Αυτό σήμαινε «καλύτερα βρες καρέκλα, θα αργήσουμε». Κι έτσι κάτσαμε όλοι να περιμένουμε, σαν μια παράξενη παρέα που δεν επέλεξε ο ένας τον άλλον, αλλά έτσι τα ’φερε ο δρόμος… Στην επόμενη στάση τα πράγματα ήταν πιο ζωντανά. Κρότου λάμψης δεν είδα, αλλά είδα παιδιά να παίζουν κυνηγητό ανάμεσα στα τρακτέρ, γιαγιάδες να μοιράζουν κουλουράκια και έναν τύπο να κάνει live μετάδοση, σαν να μεταδίδει τον τελικό του Champions League, των αγροτικών κινητοποιήσεων: «Και τώρα, κυρίες και κύριοι, το τρακτέρ του Μήτρου κάνει έναν απίθανο ελιγμό!».
Το ταξίδι συνεχιζόταν με διαλείμματα: λίγο κίνηση, λίγο οργή, λίγο σουβλάκι. Σε κάποιο σημείο άκουσα κι έναν οδηγό να λέει στο τηλέφωνο: «Θα αργήσω, έχει μπλόκο». Η άλλη πλευρά προφανώς απάντησε «Πάλι;», αφού στην Ελλάδα το «πάλι» είναι πιο σταθερό κι από τις εποχές του χρόνου. Κατάκοπος, έπειτα από πολλές ώρες, έφτανα Θεσσαλονίκη, έχοντας αποκτήσει νέες εμπειρίες, δύο κιλά από τα πρόχειρα σουβλάκια των μπλόκων και μια καινούργια αντίληψη για τον χρόνο. «Η Ελλάδα μπορεί να μην έχει πάντα δρόμους ανοιχτούς, αλλά έχει πάντα ανθρώπους ανοιχτούς, για κουβέντα, πείραγμα, κέρασμα. Ακόμα κι όταν αράζουν ένα τρακτέρ στη μέση της εθνικής» μονολόγησα. «Τι παραμιλάς, χριστιανέ μου; Πάλι όνειρο βλέπεις;» είπε η κυρία μας, ξυπνώντας με με φωνές, αλλά τρυφερά…
Η ΑΚΙΣ



