Δεκαπέντε χρόνια! Με τον Γιάννη Φιλιππάκη μας συνδέει πολυετής, ειλικρινής και άδολη φιλία. Το 1997, με προτροπή του αλησμόνητου φίλου Γιώργου Δραγώνα, που χάθηκε ξαφνικά το 2014, προχωρήσαμε στην έκδοση του περιοδικού «Greek Shipping Vision» – το καλύτερο περιοδικό για τη ναυτιλία που έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα.
Κι από τότε είμαστε μαζί, σε όλες τις φάσεις της εκδοτικής -όμορφης, δύσκολης, δύστροπης αλλά απόλυτα επιτυχημένης- εκδοτικής πορείας. Με όλες τις ιδιαιτερότητες μιας δημοκρατικής εκδοτικής συντροφιάς. Διάλογο, διαφωνίες, σύνθεση και στο τέλος η μόνιμη επωδός-οδηγός μας: «Είναι δίκαιο αυτό που υποστηρίζουμε; Είναι, και προχωράμε».
Σήμερα, που γιορτάζουμε «Δεκαπέντε χρόνια “δημοκρατίας”», θυμάμαι πώς αποχαιρέτησε τον Γιώργο Δραγώνα ο Γιάννης Φιλιππάκης.
«Η αγάπη του για την πατρίδα, την παράταξη και για τον Τύπο αποτέλεσε μία από τις κινητήριες δυνάμεις που μας οδήγησαν στην εξαιρετικά επιτυχημένη έκδοση της “δημοκρατίας”. Μια έκδοση που, παρά την πιο αντίξοη περίοδο για τη χώρα και τις εφημερίδες, έμελλε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να εκφράσει ουσιαστικά τόσο τον κόσμο της Κεντροδεξιάς όσο και κάθε σκεπτόμενο Ελληνα πατριώτη. Από την πρώτη μέρα “κύησης” του εγχειρήματος ήταν κοντά μας και υπήρξε ένας από τους τέσσερις μετόχους της Α.Ε. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ. Εως και την Παρασκευή, που χάθηκε τόσο πρόωρα και τόσο άδικα, ήταν μέλος του Δ.Σ. και μια φωνή σύνεσης, εντιμότητας και αξιοπρέπειας για όλους μας. Θα συνεχίσουμε να τιμούμε την προσπάθειά μας, έχοντας στο μυαλό μας τη βασική συμβουλή του: “Να είστε δίκαιοι και έντιμοι στον τρόπο που αντιμετωπίζετε την πραγματικότητα”.
O Γιώργος Δραγώνας ήταν από εκείνους τους Ελληνες που, αν είχαμε λίγους περισσότερους, η Ελλάδα (μας) δεν θα είχε φτάσει στο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Δύο χρόνια πριν είχε προσπαθήσει, με επιτυχία, να συγκεντρώσει τις “Αναμνήσεις ενός Αστού” σε ένα καλογραμμένο βιβλίο. Σε κάποιο σημείο της εισαγωγής είχε προφητικά γράψει: “Προέκταση της σκέψης αυτής ήταν φυσικά και η δική μου αγωνία: η ηλικία μου, ο εναπομένων χρόνος (“βία δέκα καλά καλοκαίρια”), τι έχω κάνει και τι όχι, πού πέτυχα και πού όχι, κ.λπ., κ.λπ.”.
Δυστυχώς, ήταν μόνο δύο τα καλοκαίρια… Είχε πάντα την αγωνία μήπως κάτι δεν έκανε σωστά, μήπως είχε βλάψει κανέναν, μήπως είχε στενοχωρήσει κάποιον. Είχε όμως πάντα τη μεγαλοσύνη του ευγενούς, του πατριώτη. Σε άλλο σημείο της εισαγωγής είχε αφιερώσει τις σκέψεις του, πέρα από τα αγαπημένα του εγγόνια, “…και σε όλους εκείνους τους ανώνυμους ανθρώπους οι οποίοι, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, επιτελούν αθόρυβα το καθήκον τους και έχουν συμβάλει στο να μην έχει διαλυθεί ακόμη τελείως αυτός ο τόπος”».
Αυτοί είμαστε και Χρόνια μας πολλά!
Από τη στήλη «Ακίς» της «Δημοκρατίας»



