Για να θυμούνται οι παλιοί (2)

Τα μπακαλικάκια τα θυμόσαστε; Όχι αυτό που δούλευε ο Ζήκος (Κώστας Χατζηχρήστος), ο θρυλικός παραγιός του κυρ Παντελή (Κώστας Δούκας) στο ανεπανάληπτο «Της Κακομοίρας», Αλήθεια ποιός βλαξ το μετονόμασε σε «Μπακαλόγατο»; Αυτό λοιπόν ήταν μεγαλομπακάλικο. Από ένα τέτοιο μάλιστα – του Κίκιζα – στην οδό Λένορμαν, ξεκίνησε η βιομηχανία ζυμαρικών «Ήλιος».

  • Από τον Χρήστο Μπολώση

Αναφέρομαι στα απλά συνοικιακά μπακάλικα με τα σακιά, τις σέσουλες και το χιλιοταλαιπωρημένο βιβλίο με τα βερεσέδια (πρόδρομο των σημερινών πιστωτικών καρτών…). Υπήρχε ένα τέτοιο μπακαλικάκι στην γειτονιά μας. Μια τρύπα ήταν, αλλά ως φαίνεται μαγική, αφού κατώρθωσε, όχι αυτό βεβαίως αλλά οι εισπράξεις του, να παντρέψουν την κόρη του ιδιοκτήτου του, από την οποία σε καμία περίπτωση δεν κινδύνευε η ομορφιά και η τσαχπινιά της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Το μπακαλικάκι αυτό, είχε από όλα τα καλά του Θεού, όχι πάντως στην αρχική τους μορφή. Αφού οι μύγες, οι κατσαρίδες και τα ποντίκια έκαναν πάρτυ στα ράφια και τις αποθήκες του και, όπως ήταν φυσικό, φρόντιζαν να τα μεταλλάξουν σε άλλες μορφές πιο μυστήριες. Ακόμη και ο ίδιος ο μπακάλης μας, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει νόμπελ καθαριότητος, αφού έβαζε την φέτα με το χέρι στο χαρτί πάνω στην ζυγαριά και μετά, είτε σκουπιζόταν στην ακαθορίστου πιά χρώματος και απροσδιορίστου χρόνου τελευταίου πλυσίματος ποδιά του, είτε έγλειφε ηδονικά τα δάχτυλά του. Προφανώς για να τα απολυμάνει. Αυτό ήταν και ο πρόδρομος των σημερινών αντισηπτικών που καταδυναστεύουν τη ζωή μας…

Τος παν (=τέλος πάντων) που έλεγε και η αείμνηστη Γεωργία Βασιλειάδου.

Όμως αν τα μπακαλικάκια προσφέρουν τώρα, διότι τότε πρόσφεραν μάλλον δυσεντερία, κάποια ιλαρότητα, κάποια άλλη πινελιά του «τότε», είναι γεμάτη ανθρωπιά και Ελληνική απλότητα και ρωμιοσύνη.

Το Σαββατόβραδο!

Τότε βέβαια δεν υπήρχε το ΠουΣουΚου. Αν δεν το γνωρίζετε εδώ είμαστε εμείς. ΠουΣουΚου λοιπόν σημαίνει Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Τότε υπήρχε μόνο το ΣουΚου, το οποίο μάλιστα ήταν αρκετά κουτσουρεμένο, αφού άρχιζε αργά το απόγευμα του Σαββάτου.

Ίσως η καλύτερη περιγραφή του τότε Σαββατόβραδου, είναι αυτή που από- τυπώνει στο τραγούδι του ο Τάσος Λειβαδίτης, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεία (διότι αυτοί οι τραγουδιστές ερμήνευαν και δεν χαζοτραγουδούσαν) του μεγάλου Στέλιου Καζαντζίδη.

Θαυμάστε:

…και το φεγγάρι ντύνει λες, με τ’ άσπρο νυφικό του,

τις κοπελιές που πλένονταν στο φτωχοπλυσταριό

Πάει κι’ αυτό το όμορφο τ’ απόβραδο.

Από Δευτέρα πάλι

Βέβαια το τραγούδι αυτό, όπως και πολλά άλλα, είχε μέσα του και τις πολιτικές νύξεις που ήταν της μόδας τότε, άλλωστε ουδείς ισχυρίσθηκε ότι τότε ήταν όλα ωραία. Ο κομμουνισμός, όπως πάντοτε αχαλίνωτος προσπαθούσε να ανακτήσει ό,τι είχε χάσει τον Αύγουστο του 1949 στον Γράμμο και στο Βίτσι. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε την τέχνη, με μπροστάρη τον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και άλλα «αστέρια», πολλά από τα οποία είχαν λάμψει και επί καθεστώτος Μεταξά, όπως, πάλι ο Μίκης. Τος παν. Ίσως τα πούμε αυτά μια εταίραν φοράν, που έλεγε και ο Χατζηχρήστος.   Το τραγούδι αυτό λοιπόν, δεν παύει να αποτυπώνει θαυμάσια, το Σαββατόβραδο στην φτωχογειτονιά και χωρίς να θέλω να λαϊκίσω (ξέρετε «γεννήθηκα στα Ταμπούρια και ξεκίνησα από λουστράκος…») και να το παίξω Νίκος Ξανθόπουλος (μακάρι όμως να είχαμε και τώρα τέτοιους ηθοποιούς), το Σαββατόβραδο εκεί ακριβώς το ένοιωθες. Στις άλλες γειτονιές, τις «καλές», δεν είχε νόημα, αφού εκεί, σχεδόν κάθε βράδυ, είχαν Σαββατόβραδο…

Μια χαρακτηριστική εικόνα του «τότε», δίνουν οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, σε μουσική του Απόστολου Καλδάρα και ερμηνεία από τον Σταμάτη Κόκοτα ( Χριστέ μου! Υπήρξαν ποτέ τέτοια μεγέθη σε μόνο ένα τραγούδι;)

Χριστέ μου αγάπα τα φτωχά της γειτονιάς κορίτσια

που μένουν σε μια κάμαρη και ζουν σε μιαν αυλίτσα

που λαϊκά φυλλάδια διαβάζουν και δακρύζουν

και σε παλιά τετράδια καρδούλες ζωγραφίζουν.

Χριστέ μου αγάπα τα φτωχά της γειτονιάς αγόρια

που η ζωή τους έστειλε βοριάδες κι ανηφόρια,

που πάνε στο νυχτερινό για να γινούν ανθρώποι

την ώρα που τ’ αρχονταριό κινάει για γλεντοκόπι

Χριστέ μου αγάπα τα φτωχά κορίτσια και τ’ αγόρια

που ‘χουν στις τσέπες μοναχά δυο τρεις δραχμές για σπόρια

που μες στα μάτια σε κοιτούν και σου μιλάνε ίσια

κι έχουνε μάθει ν’ αγαπούν ντόμπρα παλικαρίσια

Βεβαίως, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 η «φτωχολογιά» μας τελείωσε, αφού μετεξελίχθηκε σε «Μεσαία Τάξη», η οποία οσονούπω και χάρη στις

φιλότιμες και άοκνες προσπάθειες των ταγών μας, από το 2010 και μετά, ήδη μας τελείωσε κι’ αυτή…

Εκεί λοιπόν τα Σαββατόβραδα, η γειτονιά έπαιρνε άλλο χρώμα. Κινητικότητα για κάποιο γλεντάκι με φίλους οι μεγάλοι. Ανησυχίες για κάποιο πάρτι που σκαρώνανε, πάντα «ρεφενέ», που τραγούδησε ο Κώστα Χατζής, οι νεαροί. Καρδιοχτύπι για κάποιο περίπατο στα σκοτεινά οι ερωτευμένοι («μη μας πάρει και κάνα μάτι…»), που απολάμβαναν τον έρωτά τους υπό τους ήχους του τσάκα – τσούκα (Θυμηθείτε τον αξέχαστο Νίκο Φέρμα να φέρνει την καλαθούνα του με τα φιστίκια Αιγίνης στη μύτη του Μίμη Φωτόπουλου, που είχε βγει κλεφτό ραντεβουδάκι με την Σμαρούλα Γιούλη, στην «Καφετζού»).

Δεν θα ισχυρισθώ τα τετριμμένα, ότι δηλαδή  «εκείνα ήταν ωραία χρόνια, με

αγνότητα, με ανθρωπιά κ.λπ.», αν και δεν είναι εντελώς ψέμα. Όχι. Όμως, μήπως ακριβώς εκείνα τα ήθη ταιριάζουν στον Έλληνα; Μήπως ο τύπος του Έλληνα ταιριάζει περισσότερο με το «παλικάρι» που ενσάρκωσαν ο Παπαμιχαήλ, ο Κούρκουλος, ο Φούντας, ο Ξανθόπουλος  και τόσοι άλλοι; Μήπως αυτά τα ξενόφερτα έκαναν τους νεαρούς μας, ολίγον τι νερόβραστους;

Άκουγα μια μέρα στο ραδιόφωνο, μια κυρία που είχε τηλεφωνήσει σε μια μεταμεσονύκτια εκπομπή να λέει: «Εγώ κύριε (ανέφερε το όνομα του παρουσιαστή), είμαι 55 χρονών. Όταν ήμουν νεαρή, στο Γυμνάσιο και αργότερα στο Πανεπιστήμιο, και έβγαινα έξω, μάζευα και δέκα σφυρίγματα θαυμασμού από τα αγόρια. Σήμερα βλέπω να περνούν κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά μπροστά από καμιά εικοσαριά αρσενικά και ουδείς συγκινείται. Τι συμβαίνει;».

Τι να συμβαίνει καλή μου κυρία; Ίσως σήμερα είναι πιο μοδάτο, να σφυρίζονται κάποια αγόρια μεταξύ τους…

Εδώ ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού κ. Πατέλης, έστησε ολόκληρο σόου για να μας πει ότι είναι… gay. Εμείς τι να πούμε; Να ζήσει να γεράσει, που λέει και ο Πάριος…

Και πού είστε;

{{-PCOUNT-}}37{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα