Η στροφή στην καθαρή ενέργεια επιταχύνεται, με την Κίνα να πρωταγωνιστεί και τη Δύση να μένει πίσω
Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ξεπέρασαν τον άνθρακα ως τη μεγαλύτερη πηγή παραγωγής ηλεκτρισμού παγκοσμίως, σύμφωνα με νέα στοιχεία του διεθνούς ενεργειακού ινστιτούτου Ember για το πρώτο εξάμηνο του 2025.
Η παγκόσμια ζήτηση για ηλεκτρισμό συνεχίζει να αυξάνεται, ωστόσο η ταχεία ανάπτυξη της ηλιακής και αιολικής ενέργειας κάλυψε πλήρως τη νέα ζήτηση, συμβάλλοντας μάλιστα σε μικρή μείωση της χρήσης άνθρακα και φυσικού αερίου. Παρά τα θετικά πρωτοσέλιδα, η Ember επισημαίνει ότι η εικόνα είναι άνιση: οι αναπτυσσόμενες οικονομίες πρωταγωνιστούν στη στροφή προς την καθαρή ενέργεια, ενώ οι πλουσιότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αύξησαν εκ νέου τη χρήση ορυκτών καυσίμων.
Η Κίνα οδηγεί τη μετάβαση
Η Κίνα παραμένει μακράν η ισχυρότερη δύναμη στην παγκόσμια αγορά καθαρής ενέργειας. Πρόσθεσε περισσότερη ηλιακή και αιολική ισχύ απ’ ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος μαζί, γεγονός που επέτρεψε στην παραγωγή της από ανανεώσιμες πηγές να ξεπεράσει την αύξηση της εγχώριας ζήτησης ρεύματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής από άνθρακα και φυσικό αέριο κατά 2%.
Η Ινδία ακολούθησε παρόμοια πορεία, με περιορισμένη αύξηση της ζήτησης και σημαντική επένδυση σε φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες, περιορίζοντας επίσης τη χρήση ορυκτών καυσίμων.
Αντίθετα, στις ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης, η τάση ήταν αντίστροφη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αυξημένη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας υπερέβη την ανάπτυξη των ΑΠΕ, οδηγώντας σε μεγαλύτερη εξάρτηση από τον άνθρακα και το φυσικό αέριο. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χαμηλή απόδοση των αιολικών και υδροηλεκτρικών μονάδων οδήγησε επίσης σε προσωρινή αύξηση της παραγωγής από θερμικές πηγές.
Επιπτώσεις από την πολιτική Τραμπ
Σύμφωνα με ξεχωριστή έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), οι πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ έχουν ήδη μειώσει τις προσδοκίες για την ανάπτυξη των ΑΠΕ στις ΗΠΑ. Η υπηρεσία αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της: αντί για 500 γιγαβάτ νέας ανανεώσιμης ισχύος έως το 2030, εκτιμάται πλέον ότι η χώρα θα προσθέσει περίπου 250 γιγαβάτ.
Η ανάλυση του IEA υπογραμμίζει τις σημαντικές διαφορές στρατηγικής μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Ενώ το Πεκίνο επενδύει μαζικά σε ηλιακή, αιολική και ηλεκτρική κινητικότητα, οι ΗΠΑ δίνουν έμφαση στην ενίσχυση των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, προβάλλοντας τα δικά τους αποθέματα ως μέσο ενεργειακής ασφάλειας για τους συμμάχους τους.
Ηλιακή ενέργεια: ο νέος «γίγαντας»
Η Ember χαρακτηρίζει τη φετινή χρονιά «σημείο καμπής». Η ηλιακή ενέργεια κάλυψε το 83% της παγκόσμιας αύξησης στη ζήτηση ρεύματος και αποτελεί την ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή ηλεκτρισμού για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.
Εντυπωσιακό είναι ότι το 58% της παγκόσμιας ηλιακής παραγωγής προέρχεται πλέον από χώρες χαμηλότερου εισοδήματος, όπου η πτώση του κόστους των φωτοβολταϊκών έχει επιτρέψει θεαματική ανάπτυξη. Από το 1975, το κόστος εγκατάστασης ηλιακών συστημάτων έχει μειωθεί κατά 99,9%, καθιστώντας τα οικονομικά προσιτά ακόμη και σε αγορές με αδύναμα δίκτυα ή υψηλό κόστος ηλεκτρισμού.
Το Πακιστάν, για παράδειγμα, εισήγαγε το 2024 φωτοβολταϊκά πάνελ με συνολική ισχύ 17 γιγαβάτ — διπλάσια από το προηγούμενο έτος και ίση περίπου με το ένα τρίτο της υφιστάμενης παραγωγικής του ικανότητας. Στην Αφρική, η έκρηξη των εισαγωγών ηλιακών πάνελ έφτασε το 60%, με τη Νότια Αφρική να ηγείται και τη Νιγηρία να ξεπερνά την Αίγυπτο, φτάνοντας τα 1,7 γιγαβάτ εγκατεστημένης ισχύος, επαρκή για περίπου 1,8 εκατομμύρια ευρωπαϊκά νοικοκυριά.
Μικρότερες χώρες, όπως η Αλγερία, η Ζάμπια και η Μποτσουάνα, σημείωσαν θεαματικές αυξήσεις στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών — 33, 8 και 7 φορές αντίστοιχα.
Προκλήσεις και ανισορροπίες
Η ταχύτατη εξάπλωση της ηλιακής ενέργειας προκαλεί, ωστόσο, και απρόσμενα προβλήματα. Στο Αφγανιστάν, η εκτεταμένη χρήση ηλιακών αντλιών νερού έχει αρχίσει να μειώνει επικίνδυνα τα υπόγεια ύδατα, απειλώντας τη μακροπρόθεσμη πρόσβαση σε νερό για εκατομμύρια ανθρώπους. Μελέτη του ερευνητή David Mansfield προειδοποιεί ότι ορισμένες περιοχές της χώρας κινδυνεύουν να στερέψουν μέσα σε 5 έως 10 χρόνια.
Σύμφωνα με τον Άντεαρ Τέρνερ, πρόεδρο της UK Energy Transitions Commission, οι χώρες του λεγόμενου «ηλιακού ιμάντα» (Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική) και του «ανεμολογικού ιμάντα» (Ευρώπη, Βόρεια Αμερική) αντιμετωπίζουν διαφορετικές προκλήσεις.
Οι πρώτες μπορούν να επωφεληθούν άμεσα από φθηνά φωτοβολταϊκά και συστήματα αποθήκευσης, μειώνοντας δραστικά το ενεργειακό κόστος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Οι δεύτερες, αντίθετα, εξαρτώνται περισσότερο από τον άνεμο και χρειάζονται ακριβές εναλλακτικές για την εξισορρόπηση της παραγωγής τους, καθώς οι άνεμοι δεν φυσούν πάντα με την ίδια ένταση.
Οι υψηλοί επιτοκιακοί συντελεστές, που αυξάνουν το κόστος χρηματοδότησης νέων αιολικών έργων, έχουν επίσης επιβραδύνει την πρόοδο στη Δύση.
Η παγκόσμια κυριαρχία της Κίνας
Παρά τις περιφερειακές ανισορροπίες, η κυριαρχία της Κίνας στις τεχνολογίες καθαρής ενέργειας παραμένει αδιαμφισβήτητη. Σύμφωνα με την Ember, οι εξαγωγές κινεζικής «πράσινης τεχνολογίας» έφτασαν σε νέο ρεκόρ τον Αύγουστο του 2025, αγγίζοντας τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων αυξήθηκαν κατά 26% και των μπαταριών κατά 23%, ενώ πλέον η αξία τους ξεπερνά διπλάσια εκείνη των εξαγωγών φωτοβολταϊκών.
Η νέα αυτή εποχή καθαρής ενέργειας, όπως τονίζει η Ember, αποτελεί «καθοριστική καμπή» στην ενεργειακή ιστορία της ανθρωπότητας. Όμως η μετάβαση δεν προχωρά με τον ίδιο ρυθμό παντού.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες κινούνται ταχύτερα χάρη στο χαμηλότερο κόστος και τις άμεσες ανάγκες τους, ενώ η Δύση παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στην οικονομική πραγματικότητα και τη φιλοδοξία για «πράσινη μετάβαση» χωρίς να υπονομεύσει την ενεργειακή της ασφάλεια.