Οι ηγέτες της Ε.Ε. χτίζουν το αφήγημα της αναπόφευκτης σύγκρουσης με τον Πούτιν και σπρώχνουν τη γηραιά ήπειρο σε εξοπλιστική φρενίτιδα και περιπέτειες
- Της Κύρας Αδάμ
Την Πέμπτη, 20/11/2025, ανώτατοι στρατιωτικοί του αμερικανικού Πενταγώνου προσγειώθηκαν στο Κίεβο για να συζητήσουν «το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία».
Το γεγονός αυτό όρισε την έναρξη της δημοσιοποίησης του αμερικανικού σχεδίου για τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, χωρίς να επιβεβαιώνεται πλήρως, ούτε και να διαψεύδεται το περιεχόμενό του. Η αμερικανική πρόταση για τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία έγινε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση ούτε με τον Ζελένσκι ούτε με τον Πούτιν και κυρίως ούτε με τους Ευρωπαίους συμμάχους.
Ωστόσο, η αμερικανική πρόταση εμπλέκει – παγιδεύει σοβαρά τους Ευρωπαίους εταίρους να βάλουν οι ίδιοι χοντρά το χέρι στην τσέπη -ευρωπαϊκή συνεισφορά 100 δισ. προβλέπει το σχέδιο-, ενώ οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν βάζουν δεκάρα για την ανασυγκρότηση της Ουκρανίας, αλλά δεσμεύουν Κίεβο και Μόσχα σε σοβαρές «ανταμοιβές» για την αμερικανική προσπάθεια.
Την ίδια ώρα, Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο, Βαρσοβία και Βρυξέλλες κραυγάζουν πλέον ότι η Μόσχα θα επιτεθεί σε ευρωπαϊκό έδαφος το αργότερο μέσα σε τρία χρόνια από τώρα. Γι’ αυτό και καλούν με όλους τους τρόπους τους Ευρωπαίους πολίτες όχι μόνο να συνηθίσουν από τώρα στην ιδέα του νέου ευρωπαϊκού πολέμου και την Ευρώπη σε προπολεμική περίοδο, αλλά και να προσαρμοστούν στις νέες υπό διαμόρφωση συνθήκες λιτότητας και στέρησης μέσα στις οποίες αναγκαστικά θα ζήσουν οι λαοί της Ευρώπης για τις ανάγκες τις ευρωρωσικής αναμενόμενης στρατιωτικής αναμέτρησης.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, δηλαδή, δείχνουν να εκλιπαρούν -μπορεί να κάνουν και λιτανείες- να αποφασίσει ο Πούτιν να επιτεθεί σε ευρωπαϊκή χώρα, κράτος-μέλος της Ε.Ε. και κυρίως του ΝΑΤΟ, ώστε να μπορέσουν με τη συνολική και συλλογική δύναμη πυρός με συμβατικά όπλα που διαθέτουν να διαλύσουν τη Ρωσία του Πούτιν.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν κρύβουν τα λόγια τους και τα έργα τους. Οι Γερμανοί είναι σίγουροι ότι το καλοκαίρι του 2025 ήταν το τελευταίο καλοκαίρι ειρήνης στην Ευρώπη. Η Γαλλία δεσμεύτηκε να πουλήσει στην Ουκρανία 100 αεροσκάφη Rafale F4, με συστήματα ραντάρ, UAV πυραύλους αέρος αέρος μέχρι το 2035. Η Σουηδία ήδη πούλησε 150 αεροσκάφη Gripen στο Κίεβο, ενώ ο Ευρωπαίος επίτροπος Αμυνας Andrius Kubilius, πιστό φερέφωνο της προέδρου Φον ντερ Λάιεν, δήλωσε προσφάτως μετά βεβαιότητας ότι o Ρώσος πρόεδρος μπορεί να διατάξει επίθεση εναντίον κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, και οι βαλτικές χώρες θα είναι ένας από τους πιθανότερους ρωσικούς στόχους.
Η θέση των Ευρωπαίων ότι σε βραχύ χρονικό διάστημα ο Πούτιν θα εξαπολύσει επίθεση εναντίον χώρας – χωρών της Ευρώπης εκφεύγει κάθε λογικής κρίσης και αντίληψης για πλείστους λόγους, ορισμένοι εκ των οποίων είναι: Οι συμβατικές δυνάμεις ΝΑΤΟ – Ευρώπης σε σχέση με τις ρωσικές είναι πολλαπλάσιες σε ποιότητα και ποσότητα. Αυτό το γνωρίζει ο Πούτιν και δεν υπάρχει περίπτωση στα επόμενα χρόνια να προβεί σε συμβατικές επιθετικές ενέργειες εναντίον χωρών ΝΑΤΟ – Ευρώπης, παρά τις αυξανόμενες και οφθαλμοφανείς προβοκατόρικες ενέργειες των Ευρωπαίων ηγετών.
Σήμερα η Ρωσία διαθέτει 120 αεροσκάφη για συμβατικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, και άλλα 100 τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συμβατικές ή πυρηνικές επιχειρήσεις.
Επίσης, διαθέτει το υπερόπλο SU-57, το οποίο όμως δεν μπορεί να παράγει περισσότερα από δύο αεροσκάφη μηνιαίως. Σήμερα διαθέτει 20 SU-57 και μέχρι το τέλος του 2030 με τις καλύτερες συνθήκες μπορεί να έχει φτάσει τα 100. Από συστήματα αεράμυνας διαθέτει τα S-300, S-400 και S-500, τα οποία όμως σε περίπτωση εμπλοκής Ρωσίας και ΝΑΤΟ -που συνεπάγεται βάσει του άρθρου 5 της Συμμαχίας ότι θα συμμετάσχουν και οι ΗΠΑ και Καναδάς- καθιστούν τη ρωσική αεράμυνα ανεπαρκή, διότι θα χρησιμοποιηθούν αμερικανικοί πύραυλοι Κρουζ (Τόμαχοκ) οι οποίοι δεν αναχαιτίζονται από συστήματα αεράμυνας εδάφους ούτε από ρωσικά αεροσκάφη αναχαίτισης διότι δεν εντοπίζονται.
Οι συμβατικές δυνάμεις των χωρών ΝΑΤΟ και Ευρώπης ξεπερνούν τα 700 αεροσκαφη. Πέραν αυτού θα χρησιμοποιηθούν και η αμερικανική βάση Ράμσταϊν στη Γερμανία, στην πόλη Καϊζερλάουτεν, και η βάση RAF Fairford στην Βρετανία, που σημαίνει ότι θα εκτοξεύονται βλήματα κατά της Ρωσίας προς ρωσικούς στόχους υψίστης σημασίας (high value assets), γεγονός που θα στερήσει από τη Ρωσία κάθε δυνατότητα επιθετικής ενέργειας προς χώρες της Ευρώπης. Επειδή αυτά είναι γνωστά στις ρωσικές ηγεσίες, είναι πολύ δύσκολο ή αδύνατο με λογική συμβατικού πολέμου η Ρωσία να επιτεθεί σε ευρωπαϊκή χώρα και τούτο διότι, σε περίπτωση ρωσικού παραλογισμού επιθετικής ενέργειας προς την Ευρώπη, γνωρίζει ότι η Ρωσία θα είναι η χαμένη και θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει πυρηνικά με απρόβλεπτες παγκόσμιες συνέπειες.
Πέραν αυτών, η Τουρκία ως χώρα του ΝΑΤΟ θα κλείσει τα Στενά με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν οι ρωσικές ναυτικές δυνάμεις στη Μαύρη Θάλασσα και να αποτελούν εύκολο στόχο για το ΝΑΤΟ. Επιπροσθέτως, το πολεμικό ναυτικό της Ρωσίας που βρίσκεται στη Μεσόγειο θα εγκλωβιστεί και θα ξεμείνει όχι μόνον επιχειρησιακά, αλλά και βιολογικά, διότι δεν θα υπάρχει ανεφοδιασμός σε καύσιμα, όπλα, τρόφιμα. Τέλος, το ρωσικό ναυτικό στη Βόρεια Θάλασσα υστερεί σε ποσότητα και ποιότητα κατά πολύ των Ευρωπαίων, διότι Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Φινλανδία, Ολλανδία, Γερμανία και κυρίως η Αγγλία διαθέτουν δεκαπλάσιο αριθμό πολεμικών πλοίων. Με τα στοιχεία που παρατέθηκαν μέχρι εδώ αποδεικνύεται ότι μια συμβατική σύγκρουση Ρωσίας, Ευρώπης, ΝΑΤΟ βασίζεται στην προχειρότητα, αν όχι στον παραλογισμό των Ευρωπαίων ηγετών.
Αν και τα συγκριτικά στοιχεία των συμβατικών δυνάμεων ΝΑΤΟ – Ρωσίας δεν ευνοούν τη Μόσχα, εντούτοις Βερολίνο, Λονδίνο, Παρίσι, Βαρσοβία, Βρυξέλλες βασίζονται στις μαντικές ικανότητές τους ότι ο Πούτιν θα επιτεθεί σε ευρωπαϊκό έδαφος, καίτοι κινδυνεύει να ηττηθεί, στον ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου», που θα βολέψει τα σχέδια των Ευρωπαίων, κυρίως, που σε απώτερο χρόνο επιθυμούν τη διάλυση της Ρωσίας του Πούτιν.
Οι Βρυξέλλες και οι ηγέτες των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών έχουν αποδείξει πλέον ότι σαμποτάρουν ανοιχτά την οποιαδήποτε προσέγγιση Ουάσινγκτον – Μόσχας, που αυτή την στιγμή υπολειτουργεί, αλλά δεν έχει ναυαγήσει οριστικώς.
Και αυτό το κάνουν ενθαρρύνοντας με όλους τους τρόπους και μέσα την κλιμάκωση της σύγκρουσης Ουκρανίας – Ρωσίας και όχι την αποκλιμάκωσή της, ενώ παραδέχονται ανοιχτά και με πλήρη άνεση «ότι το οικονομικό κόστος βαρύνει σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τους Ευρωπαίους πολίτες, οδηγώντας τις ευρωπαϊκές χώρες σε πολιτική και οικονομική αστάθεια, ενώ εν γνώσει τους από όλη αυτή την κατάσταση επωφελούνται μόνον οι ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το Ινστιτούτο του Κιέλου, οι Ευρωπαίοι μέχρι το 2024 έχουν δαπανήσει 98 δισ. ευρώ μόνο για τη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, ενώ οι ΗΠΑ έχουν δαπανήσει 75 δισ. δολάρια.
Οι ευρωπαϊκές χώρες κατά τα τρία προηγούμενα χρόνια έστειλαν στην Ουκρανία το στοκ των οπλικών συστημάτων που διέθεταν και τώρα οι ΗΠΑ του Τραμπ πιέζουν τους Ευρωπαίους να αγοράζουν αυτοί αμερικανικά όπλα, ορισμένα από τα οποία κατευθύνονται στην Ουκρανία και τα υπόλοιπα γεμίζουν τις ευρωπαϊκές αποθήκες (για παράδειγμα, η Σουηδία έστειλε στην Ουκρανία τα 150 αεροσκάφη Gripen που διαθέτει και τώρα διαπραγματεύεται την αγορά των αμερικανικών F-35).
Παράλληλα, η Ε.Ε. της Φον ντερ Λάιεν, που φαίνεται ότι λαμβάνει μόνη της τις αποφάσεις της και τις εφαρμόζει αμέσως, έχει αναγάγει σε ύψιστη πολιτική της Ε.Ε. για το επόμενο διάστημα τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης (ReArm Europe). Το σχέδιο αυτό -με στόχο να αναπτυχθεί η αμυντική βιομηχανία της Ευρώπης όχι μόνο για την αντιμετώπιση του πολέμου της Ουκρανίας, αλλά κυρίως για την επιβίωση και την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και της τεχνολογίας, που έχουν μείνει πίσω- περιλαμβάνει τους εξοπλισμούς σε εθνικό επίπεδο με χρηματοδότηση από τους εθνικούς προϋπολογισμούς αλλά και τα κοινοτικά κονδύλια, συμπαραγωγές μεταξύ κρατών, αλλά και εταιριών, ευρωπαϊκών και μη, κ.λπ. Πολύς λόγος θα γίνει και στο Συμβούλιο Κορυφής του Δεκεμβρίου, προκειμένου οι Ευρωπαίοι εταίροι να συμφωνήσουν και να αποφασίσουν αν θα καταχραστούν τις παγωμένες ρωσικές καταθέσεις -κυρίως στο Βέλγιο-, ύψους 140 δισ. ευρώ, για να ενισχύσουν την Ουκρανία.
H κλιμάκωση του Ουκρανικού, αφορμή για τη μετάλλαξη της Γερμανίας
Η εντυπωσιακότερη κίνηση είναι αυτή της Γερμανίας που ανακοίνωσε ότι μέχρι το 2029 θα ξοδέψει 153 δισ. ευρώ για την άμυνά της (έτσι, για πρώτη φορά από την ίδρυση της Ε.Ε. ανατρέπονται άρδην οι εσωτερικές ισορροπίες που ήθελαν τη Γαλλία να κρατά στα χέρια της τα στρατιωτικά θέματα και τη Γερμανία τα οικονομικά). Τα πρώτα 83 δισ. ευρώ σε αμυντικές συμφωνίες θα περάσουν από τη γερμανική Βουλή το 2026 και η Γερμανία επιμένει ότι θα προωθήσει τα εθνικά συμβόλαια, παρακάμπτοντας τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού. Η κίνηση της Γερμανίας είναι μια απόδειξη ότι η Ευρώπη θα χρησιμοποιήσει την αμυντική βιομηχανία ως την οικονομική μηχανή της Ηπείρου, με αφορμή τη βοήθεια στην Ουκρανία για τη μακροχρόνια κρίση με τη Ρωσία.
Με άλλα λόγια, η Ε.Ε. και οι ισχυρές χώρες της διαμορφώνουν τώρα έναν πολιτικό και οικονομικό μηχανισμό επιβίωσης της Ευρώπης, που εξαρτάται από την κλιμάκωση του ουκρανορωσικού πολέμου.
Πριν από λίγες ημέρες, μάλιστα, επήλθε Συμφωνία Συμβουλίου – Ευρωκοινοβουλίου για τον κοινοτικό προϋπολογισμό του 2026, ο οποίος για πρώτη φορά παρουσιάζει μειώσεις στις πιστώσεις κατά 7 δισ. ευρώ, οι οποίες μέχρι τώρα κατευθύνονταν προς την ευημερία των ευρωπαϊκών λαών. Οι σημαντικές μειώσεις στις πιστώσεις αφορούν κατά κύριο λόγο τους τομείς της γεωργίας και της περιφερειακής ανάπτυξης – σοβαροί λόγοι για περαιτέρω κινητοποιήσεις των ευρωπαϊκών λαών. Οι περιορισμοί στις πιστώσεις στη Γεωργία και την περιφερειακή ανάπτυξη οδεύουν προς ενίσχυση του πακτωλού χρημάτων στην Ουκρανία με όλες τις μορφές (στρατιωτική, οικονομική, αναπτυξιακή, ενεργειακή κ.λπ. βοήθεια).
Κερδισμένες οι Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ
Υπάρχουν και οι ΗΠΑ με τις δύο ταχύτητες και δύο πολιτικές που ακολουθούν στο θέμα της Ουκρανίας.
Από τη μια πλευρά, ο πρόεδρος Τραμπ (φωτό) με πρωτοβουλία του και προσωπικές κινήσεις του όχι μόνο έχει προσεγγίσει τον Πούτιν αλλά κατά καιρούς «στριμώχνει» τον Ζελένσκι (φωτό δεξιά) για εδαφικές παραχωρήσεις στη Ρωσία με αντάλλαγμα τις εγγυήσεις ασφαλείας, που παραμένουν ανοιχτές όσο και ασαφείς για τη συμμετοχή ή όχι και τον ρόλο των Ευρωπαίων. Στις αμερικανικές διπλωματικές αυτές ενέργειες ο Λευκός Οίκος έχει δόλια και πονηρά συνεχώς απέναντί του την Ε.Ε. και τις ισχυρές ευρωπαϊκές – νατοϊκές χώρες, οι οποίες θεωρούν πλέον ότι η οικονομική και πολιτική επιβίωση της Ευρώπης εξαρτάται για το επόμενο κρίσιμο διάστημα από την κλιμάκωση της σύγκρουσης στην Ουκρανία.
Οι ΗΠΑ του προέδρου Τραμπ, όμως, επωφελούνται πολιτικά, διπλωματικά και πρωτίστως οικονομικά από αυτήν την τραγική εμμονή των Ευρωπαίων για το πολιτικό και οικονομικό μέλλον τους. Και τούτο διότι οι ΗΠΑ του Τραμπ έχουν σπρώξει τις ευρωπαϊκές χώρες να στέλνουν τεράστιες ποσότητες από τα όπλα τους στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές αποθήκες να αδειάζουν και ο Τραμπ να πιέζει ποικιλοτρόπως τους Ευρωπαίους να αγοράζουν νέα αμερικανικά όπλα, είτε για τα εθνικά οπλοστάσια είτε για αποστολές στην Ουκρανία, φυσικά με το αζημίωτο και σε «τσιμπημένες» τιμές.
Αυτή η αμερικανική πολιτική με τα δύο πρόσωπα, προς την Ουκρανία και τους Ευρωπαίους, αποδεικνύεται ιδιαίτερα επωφελής, διπλωματικά και οικονομικά για τις ΗΠΑ.


