Ο Γ. Γεραπετρίτης εμφανίστηκε χθες με το γνώριμο, αποστειρωμένο ύφος του τεχνοκράτη για να υπερασπιστεί -υποτίθεται- τη γραμμή της κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική. Το μόνο όμως που κατάφερε ήταν να επιβεβαιώσει αυτό που βλέπουν όλοι. Η κυβέρνηση δεν χαράσσει στρατηγική, αλλά διαχειρίζεται την πολιτική του κατευνασμού και της συνθηκολόγησης.
Δεν είναι μάλιστα η πρώτη φορά που ο κ. Γεραπετρίτης εμφανίζεται ως… περαστικός από την πολιτική σκηνή, λες και τον έριξαν από άλλον πλανήτη, για να «διορθώσει» ό,τι χάλασαν οι υπόλοιποι. Εν προκειμένω, με χαρακτηριστική ελαφρότητα -ή μήπως σκοπιμότητα;- δήλωσε ότι απλώς εφαρμόζει την πολιτική του πρωθυπουργού και του ΚΥΣΕΑ. Με άλλα λόγια, έδειξε ευθέως τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως αποκλειστικά υπεύθυνο για την πολιτική της υποχωρητικότητας απέναντι στην Τουρκία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που βγάζει την ουρά του απέξω. Το ίδιο έκανε και στην τραγωδία των Τεμπών, όταν -ως μεταβατικός υπουργός Μεταφορών- έπαιξε τον ρόλο του προσωρινού πυροσβέστη, για να σβήσει τις πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης. Τώρα, με τα εθνικά θέματα σε κρίσιμη τροχιά, η τακτική είναι ίδια: σιωπή, υπεκφυγή, αποποίηση.
Βεβαίως, υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια: Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει δημόσια ότι «ναι, είναι πολιτική Μητσοτάκη» αυτή που εφαρμόζουν οι υπουργοί του σε όλους τους τομείς – συμπεριλαμβανομένης, ασφαλώς, και της εξωτερικής πολιτικής. Προς τι λοιπόν οι «εντολές άνωθεν» και οι υπαινιγμοί περί δήθεν περιορισμένων αρμοδιοτήτων; Μήπως επειδή η πολιτική αυτή καταρρέει και καθένας κοιτάζει πώς θα κρατήσει ανέπαφο το προσωπικό του πολιτικό προφίλ;
Δεν χωράει άλλη υποκρισία. Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης είναι πολιτική Μητσοτάκη και ο κ. Γεραπετρίτης δεν είναι τεχνοκράτης παρατηρητής. Είναι ενεργός συνένοχος μιας εθνικά επιζήμιας και επικίνδυνης στρατηγικής. Κι όλα αυτά, την ώρα που η Ανατολική Λιβύη επικυρώνει επίσημα το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Δηλαδή, η πλευρά Χαφτάρ, στην οποία έκλεισε την πόρτα όταν έπρεπε να συνάψει συμμαχία η κυβέρνηση Μητσοτάκη, επιλέγει τελικά να συνταχθεί με τις επιδιώξεις της Αγκυρας. Αν αυτό δεν είναι απόλυτη διπλωματική αποτυχία, τότε τι είναι;
Η Αθήνα, αντί να έχει στρατηγική και βάθος, τρέχει πίσω από τις εξελίξεις με γραπτές απαντήσεις και καλωδιώσεις ελπίδας. Και οι πρωτοβουλίες που υποτίθεται ότι μας έβγαλαν μπροστά στη διεθνή σκακιέρα καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος, την ώρα που οι αντίπαλοι προχωρούν συντονισμένα και ανενόχλητα. Ακόμα και στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ενωσης η κυβέρνηση διαφημίζει «σαρωτική επιτυχία» της ελληνικής διπλωματίας για το πρόγραμμα SAFE, την ώρα που ο ίδιος ο υπουργός παραδέχεται ότι πρόκειται για πρόγραμμα που δεν απαιτεί ομοφωνία. Επίσης, εκτός από τις μικροπρεπείς αιχμές του για τους δύο πρώην πρωθυπουργούς Κ. Καραμανλή και Αντ. Σαμαρά, δεν δίστασε να ρίξει σκιές ακόμα και στον Νίκο Δένδια, για τη διαχείριση της περιόδου 2019-2023, την ώρα που, σε κάθε περίπτωση, και οι δύο υπηρέτησαν, κατά δήλωση του ίδιου του πρωθυπουργού, την ίδια ακριβώς πολιτική…
Ο κ. Γεραπετρίτης μπορεί να δηλώνει απλώς «εκτελεστής εντολών», αλλά η Ιστορία δεν θα γράψει μόνο ποιος υπέγραψε τι αλλά και ποιος επέτρεψε τι. Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με υπουργούς-σκιές όπως ο κ. Γεραπετρίτης, έχει ήδη επιτρέψει και έχει παραχωρήσει πολλά. Η Ελλάδα όμως δεν έχει ανάγκη από υπουργούς που νίπτουν τας χείρας τους, ούτε από κυβερνήσεις που θεωρούν ότι η υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων είναι «μαξιμαλισμός».
Ας μην κοροϊδευόμαστε: Η στρατηγική της Ελλάδας στο Αιγαίο, στην ανατολική Μεσόγειο και τη Λιβύη έχει αποτύχει παταγωδώς. Και σε κάθε σοβαρό κράτος η αποτυχία έχει όνομα, διεύθυνση και κόστος, πολιτικό και όχι μόνο…