Τι σημαίνει για την Ελλάδα η αναβάθμιση της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Πώς με αυτή την αγορά βάζει στο εξοπλιστικό παιχνίδι το stealth KAAN
Τη δημόσια συζήτηση σχετικά με την επίδρασή της στον ελληνοτουρκικό συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος αναζωπύρωσε η βρετανοτουρκική διακρατική συμφωνία για την προμήθεια 20 μαχητικών Eurofighter Typhoon από τη γειτονική χώρα, η οποία ανακοινώθηκε την παραμονή της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου.
- Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Η συμφωνία εξ ορισμού αποτελεί σημαντική εξέλιξη σε στρατιωτικό – επιχειρησιακό, πολιτικό και βιομηχανικό επίπεδο, και πρωτίστως της δυναμικής φύσης που χαρακτηρίζει τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών. Πάντως, εφόσον τελικά εφαρμοστεί και δεν αποτελεί ακόμα έναν διαπραγματευτικό ελιγμό, για το προβλεπτό μέλλον οι πολιτικές και βιομηχανικές της συνέπειες θα είναι πολύ σημαντικότερες από την επίδρασή της σε στρατιωτικό – επιχειρησιακό επίπεδο.
Καταρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι με μισό αιώνα καθυστέρηση η Τουρκία αναγκάζεται να υιοθετήσει την πολιτική επιλογή των δύο πηγών προμήθειας μαχητικών αεροσκαφών, την πραγματικότητα που βιώνει η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) από το 1974 μέχρι σήμερα. Η μετάβαση από μία αεροπορία η οποία αποκλειστικά επιχειρεί με μαχητικά αεροσκάφη αμερικανικής προέλευσης σε στόλο μαχητικών που προέρχονται από δύο πηγές θα αποδειχθεί διαδικασία δύσκολη και κοστοβόρα. Σε επίπεδο πλατφόρμας, η σύγκριση των εγγενών χαρακτηριστικών των Rafale F3R και F-35A Lightning II που στο προσεχές μέλλον θα εξοπλίζουν την Πολεμική Αεροπορία, με των Eurofighter Tranche 5 που θα αποκτήσει η Τουρκία από το 2030 και μετά, αναδεικνύει τις διαφορές τους.
Το Eurofighter αρχικά σχεδιάστηκε ως αεροσκάφος αεροπορικής υπεροχής και τα τελευταία περίπου 20 χρόνια μετεξελίσσεται σε «εναλλασσόμενου ρόλου» (swing role). Αντίθετα, το Rafale είχε εξαρχής σχεδιαστεί ως μαχητικό «omni role», δηλαδή για όλους τους ρόλους. Και τα δύο είναι σαφώς προηγούμενης γενιάς σε σχέση με το F-35 Lightning που εξαρχής σχεδιάστηκε ως μαχητικό πέμπτης γενεάς με εγγενές υψηλό επίπεδο ολοκλήρωσης και χαμηλή παρατηρησιμότητα (stealth). Βέβαια, τα δύο ευρωπαϊκής προέλευσης μαχητικά συνεχώς εξελίσσονται (π.χ. η έκδοση F4 για το Rafale, η Tranche 5 για το Eurofighter), ενσωματώνοντας συστήματα αυξημένων επιδόσεων και επιτυγχάνοντας αυξημένο επίπεδο ολοκλήρωσης.
Παράμετρο που μπορεί να επηρεάσει τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό ισχύος αποτελούν και τα όπλα που εξασφαλίζει η Τουρκία με την προμήθεια των Eurofighters. Αυτονόητα θα επιδιώξει την προμήθεια των κατευθυνόμενων βλημάτων αέρος – αέρος μακρού βεληνεκούς Meteor για να αντισταθμίσει το υφιστάμενο πλεονέκτημα της ΠΑ, ενώ δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα προμήθειας και άλλων όπλων αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους / επιφανείας που ήδη εξοπλίζουν το Eurofighter (π.χ. του βλήματος πλεύσης Storm Shadow, το ανάλογο του SCALP EG της ΠΑ, των βλημάτων Brimstone και SPEAR 3).
Oμως οι σημαντικότερες επιπτώσεις αφορούν το πολιτικό – βιομηχανικό επίπεδο και ιδιαίτερα τις δυνατότητες συνεργασίας που διανοίγονται στο άμεσο και το απώτερο μέλλον. Στην πρώτη περίπτωση με την επίλυση του προβλήματος εξεύρεσης αεροπορικού κινητήρα υψηλών επιδόσεων για το τουρκικής σχεδίασης μαχητικό KAAN ή με τη συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό εργαλείο SAFE, αφού η πώληση των Eurofighters συνεπάγεται τη συμφωνία Γερμανίας, Ισπανίας και Ιταλίας, τριών από τις μεγαλύτερες χώρες της Ευρωπαϊκής Eνωσης, με τις οποίες διαχρονικά η Τουρκία διατηρεί στενές αμυντικές σχέσεις.
Στο απώτερο μέλλον με τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πολυεθνικό παγκόσμιο πρόγραμμα εναέριας μάχης (GCAP: Global Combat Air Programme) που αφορά την ανάπτυξη μαχητικού έκτης γενεάς, εγχείρημα που μέχρι στιγμής πλην των ΗΠΑ ουδεμία άλλη δυτική χώρα μπορεί να αναλάβει εξ ολοκλήρου το οικονομικό βάρος. Υπενθυμίζεται ότι οι Βρετανία και Ιταλία αποτελούν τα δύο από τα τρία μέλη του GCAP, ενώ το τρίτο είναι η Ιαπωνία. Ας σημειωθεί ότι τον περασμένο Αύγουστο ο υπουργός Αμυνας της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου επισκέφθηκε την Τουρκία, καθώς το μη επανδρωμένο αεροσκάφος Bayraktar TB2 υπόκειτο σε αξιολόγηση για προμήθεια από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του.
Οι θέσεις εργασίας
«Είκοσι χιλιάδες θέσεις εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο εξασφαλίστηκαν, καθώς η Τουρκία αγοράζει 20 αεροσκάφη Typhoon, στη μεγαλύτερη συμφωνία μαχητικών αεροσκαφών εδώ και μια γενιά» ανέφερε χαρακτηριστικά η ανακοίνωση του Βρετανού πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ, που προσδιόρισε την αξία της «έως 8 δισ. λίρες» (περίπου 9,1 δισ. ευρώ με την τρέχουσα ισοτιμία). Εξ αυτών, τα 4,6 δισ. λίρες (5,23 δισ. ευρώ) προσδιόρισε ως έσοδά της η BAE Systems, που θα αναλάβει την κατασκευή τμημάτων της ατράκτου, την τελική συναρμολόγηση των μαχητικών, και θα ηγηθεί της διαδικασίας ολοκλήρωσης όπλων.
Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, «η συμφωνία κατανομής έργου για το Typhoon προβλέπει ότι περισσότερο από το ένα τρίτο (37%) κάθε αεροσκάφους θα κατασκευάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το υπόλοιπο κάθε αεροσκάφους από τα υπόλοιπα κράτη-εταίρους» (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία).
Επίσης στην ανακοίνωση προσδιορίζεται ότι οι παραδόσεις των 20 τουρκικών μαχητικών θα αρχίσουν το 2030, αναφορά που αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι θα ανήκουν στην πιο πρόσφατη έκδοση, την Tranche 5, που θα εξοπλιστεί με το κεραίας ενεργού ηλεκτρονικής σάρωσης (AESA: Active Electronically Scanned Array) κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ραντάρ ECRS (European Common Radar System) AESA που επίσης φέρει την ονομασία E-Scan (σε βρετανική υπηρεσία με την έκδοση Mk. 2).
Για σύγκριση αναφέρεται ότι στις 8 Οκτωβρίου η επιτροπή Προϋπολογισμού της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας ανακοίνωσε ότι ενέκρινε την προμήθεια για λογαριασμό της αεροπορίας της χώρας (Luftwaffe) 20 επιπλέον Eurofighter Tranche 5 εξοπλισμένων με το νέο ραντάρ E-Scan συμπεριλαμβανομένων κινητήρων και ανταλλακτικών. Το ύψος της σχετικής σύμβασης ανέρχεται σε 3,75 δισ. ευρώ και οι παραδόσεις προγραμματίζονται για το διάστημα 2031-2034.
Διαφορά κόστους
Γίνεται εύκολα αντιληπτή η μεγάλη διαφορά κόστους μεταξύ του τουρκικού και του γερμανικού προγράμματος που αφορούν μαχητικά της ίδιας βασικής διαμόρφωσης (Tranche 5). Η ενδεικτική μέση τιμή μονάδας στο γερμανικό πρόγραμμα ανέρχεται σε 187,5 εκατ. ευρώ, ενώ για το τουρκικό σε 455 εκατ. ευρώ, περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερο. Το συγκεκριμένο ζήτημα κυριάρχησε στη δημόσια συζήτηση στη γειτονική χώρα και αποτέλεσε τη βάση για διατύπωση εικασιών για το περιεχόμενο της συμφωνίας, καθώς δεν έχουν εκδοθεί επίσημες ανακοινώσεις με ανάλυση του κόστους.
Πάντως, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η διακρατική συμφωνία περιλαμβάνει την πώληση όπλων αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους της ευρωπαϊκής κοινοπραξίας MBDA, υπηρεσίες εκπαίδευσης ιπτάμενου και προσωπικού εδάφους, ανταλλακτικά και υπηρεσίες ολοκλήρωσης όπλων και λοιπών συστημάτων.
Στην «αγορά του αιώνα» και μεταχειρισμένα μαχητικά
Παράλληλα με τη συμφωνία για την προμήθεια των 20 νέας κατασκευής μαχητικών, η Τουρκία θα προμηθευτεί 12 μεταχειρισμένα μαχητικά Eurofighters από το Ομάν και επιπλέον 12 επίσης μεταχειρισμένα από το Κατάρ. Σύμφωνα με δηλώσεις του Γιασάρ Γκιουλέρ, υπουργού Aμυνας της Τουρκίας, τα μαχητικά που θα προέλθουν από το Ομάν θα υποστούν συντήρηση πριν από την παράδοσή τους, ενώ τα του Κατάρ αναμένεται να παραδοθούν στις αρχές του 2026. Ας σημειωθεί εδώ ότι, παρά το γεγονός ότι τα μαχητικά και των δύο χωρών χαρακτηρίζονται ως Tranche 3A, τα Eurofighters του Ομάν, που είναι τα παλαιότερα ηλικιακά, φέρουν ραντάρ κεραίας μηχανικής σάρωσης, ενώ αυτά του Κατάρ κεραίας ενεργού ηλεκτρονικής σάρωσης (ECRS Mk. 0).


