Η κυβέρνηση κρύβει ότι, εξαιτίας λαθών και παραλείψεών της από το 2019 ως σήμερα, έχει προκαλέσει την ταυτόχρονη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ και της Κίνας. Αντί για ευθείες ξεκάθαρες τοποθετήσεις, επιχείρησε μία ακροβασία μεταξύ τους που αποδείχθηκε ατυχής
Η «ναυμαχία» Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας για το λιμάνι του Πειραιά και άλλες κρίσιμες υποδομές, με δημόσιες δηλώσεις των πρεσβευτών τους και μελών της ελληνικής κυβέρνησης, αφενός επιβεβαιώνει τη στρατηγική σημασία της χώρας και αφετέρου δείχνει την αποτυχία των χειρισμών του Μαξίμου.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα
Γιατί σε όλες τις ανάλογες υποθέσεις μέγιστου διπλωματικού, οικονομικού (και εν μέρει στρατιωτικού) ενδιαφέροντος χρειάζονται διακριτικές κινήσεις, ενώ οι οξείς τόνοι και η μεγάλη δημοσιότητα βλάπτουν, κατά κανόνα, τον λιγότερο ισχυρό παίκτη και όχι τις μεγάλες δυνάμεις.
Η κυβέρνηση κρύβει ότι, εξαιτίας λαθών και παραλείψεών της από το 2019 ως σήμερα, έχει προκαλέσει την ταυτόχρονη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ και της Κίνας. Αντί για ευθείες ξεκάθαρες τοποθετήσεις, επιχείρησε μία ακροβασία μεταξύ τους που αποδείχθηκε ατυχής. Είτε υπήρχε εξαρχής σκόπιμος σχεδιασμός του Μαξίμου είτε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απέτυχε να αξιολογήσει τη στάση της αμερικανικής και της κινεζικής διπλωματίας, η καταγραφή των γεγονότων οδηγεί σε ένα μόνο συμπέρασμα: όποτε η κυβέρνηση αποδεχόταν κάποια απαίτηση των ΗΠΑ κατά της Κίνας έσπευδε -αμέσως μετά- να την εξισορροπήσει με κάποια κίνηση υπέρ του Πεκίνου.
Και, αντιστρόφως, όποτε αποδεχόταν ένα αίτημα της Κίνας κατά των ΗΠΑ, πάλι επιχειρούσε να το αντισταθμίσει με ένα βήμα υπέρ της Ουάσινγκτον. Προφανώς η τακτική «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ» δεν ήταν δυνατόν να διαρκέσει επ’ άπειρον. Και, ως αποτέλεσμα, οι διπλωματικές δυσχέρειες της Αθήνας θα αυξηθούν τους προσεχείς μήνες. Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση με τις επιδόσεις προηγούμενων κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας στις σχέσεις με την Κίνα, καθώς είχαν πετύχει ισορροπία μεταξύ της θέσης της Ελλάδας στη Δύση και του αυτονόητου δικαιώματος για επωφελείς οικονομικές σχέσεις με όλες τις χώρες.
Τα τηλεγραφήματα της αμερικανικής πρεσβείας της Αθήνας (άλλα επισήμως αποχαρακτηρισμένα από τη διαβάθμισή τους και άλλα στα WikiLeaks) είναι σε θετικό τόνο για το ιστορικό ταξίδι του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Πεκίνο τον Νοέμβριο του 1979. Τον δε Δεκέμβριο του 2008 δικαιολογούν το σκεπτικό του Κώστα Καραμανλή για την αρχική -περιορισμένη- σύμβαση παραχώρησης με την COSCO στον Πειραιά που προέβλεπε μόνον την εκμετάλλευση ενός προβλήτα και την κατασκευή ενός δεύτερου με την πληρωμή 4,3 δισ. εκατ. ευρώ εκ μέρους της Κίνας σε περίοδο 35 ετών.
Τα σχόλια του σχετικού αμερικανικού τηλεγραφήματος είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Λόγω της υποδεέστερης οικονομικής της θέσης, που προκύπτει από το εμπορικό της έλλειμμα και τις εκκρεμείς συμβάσεις ναυπήγησης πλοίων με τους Κινέζους, η Ελλάδα προφανώς δεν λαμβάνει αυτό που νομίζει ότι της αξίζει σε αντάλλαγμα. Οι Ελληνες δεν φαίνονται ευχαριστημένοι με τη σχέση. Ο πρωθυπουργός Καραμανλής μπορεί να προσπαθεί να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση με την παραχώρηση στην COSCO του λιμανιού εμπορευματοκιβωτίων του Πειραιά. Οπως συμβαίνει και με τη Ρωσία, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πρόθυμη να κάνει παραχωρήσεις σε τρέχουσες επιχειρηματικές συμφωνίες, για να εξασφαλίσει μια καλύτερη θέση αργότερα».
Αντίθετα, η κατάσταση άλλαξε δραματικά, όταν -αντί των δύο προβλητών της απόφασης Καραμανλή- η COSCO εξασφάλισε τον έλεγχο σχεδόν ολόκληρου του λιμανιού με δύο αναθεωρήσεις της σύμβασης τον Ιούλιο του 2011 επί Γιώργου Παπανδρέου και τον Μάρτιο του 2012 επί Λουκά Παπαδήμου. Το πρόβλημα της βαθύτερης εμπλοκής του Πεκίνου στις ελληνικές υποδομές άρχισε να προκαλεί πλέον την αντίδραση της Ουάσινγκτον από το 2017, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παραχώρησε το 24% του ΑΔΜΗΕ στην κινεζική State Grid με αυξημένα δικαιώματα μειοψηφίας (σχεδόν απόλυτο βέτο).
Εξισορρόπηση
Μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, το 2019, η Ουάσινγκτον εκτιμούσε ότι η κατάσταση θα εξισορροπηθεί. Αναμενόταν ότι η κυβέρνηση θα συμμεριζόταν τις δημόσιες προειδοποιήσεις του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο ότι «ζητάμε να έχετε τα μάτια σας ανοικτά» γιατί, «όταν η Κίνα εμφανίζεται και το σχέδιο φαίνεται πολύ καλό για να είναι αληθινό, τότε πρέπει να προσέξετε».
Ομως ο κ. Μητσοτάκης, στο πλαίσιο της ιδιότυπης προσωπικής διπλωματίας του, έκρινε ότι (όπως τον Σεπτέμβριο του 2019 είχε ενθουσιάσει τις ΗΠΑ μη ζητώντας ανταλλάγματα για την ανανέωση της συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας – MDCA) θα υπήρχε όφελος με το να δώσει ισοδύναμο «ελευθέρας» και στην Κίνα. Ετσι, κατά την επίσκεψη του προέδρου Σι Τζινπίνγκ στον Πειραιά, τον Νοέμβριο του 2019, ο πρωθυπουργός δεσμεύθηκε απολύτως για την «περαιτέρω ανάπτυξη της επένδυσης», χωρίς να θέσει τον παραμικρό όρο. Επίσης, ήταν έτοιμος να εγκρίνει την αναβάθμιση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων στο επίπεδο 5G από την κινεζική Huawei.
Μέχρι που έλαβε το μήνυμα από την Ουάσινγκτον ότι η απόφαση για το 5G, που θα επηρέαζε και την ασφάλεια τηλεπικοινωνιών των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα, θα σήμαινε ακύρωση της συνάντησής του με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τον Ιανουάριο του 2020. Στη συνέχεια, το 2020-2021, η κυβέρνηση ήταν δεκτική στο κινεζικό αίτημα για τη διοργάνωση στην Αθήνα, τον επόμενο χρόνο, της συνόδου κορυφής της «Πρωτοβουλίας 17+1» (Κίνα και 17 χώρες των Βαλκανίων και της κεντρικής Ευρώπης) υπό το δέλεαρ της συνεργασίας σε θέματα υποδομών, εμπορίου και επενδύσεων. Η τελική απάντηση του Μαξίμου ήταν αρνητική (όπως ζητούσαν και οι ΗΠΑ), όταν διαπίστωσε πως θα είχε ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης στην ατζέντα και στη διακήρυξη της συνόδου.
Ακολούθησαν κινεζικές παρεμβάσεις που στόχευαν στην επίλυση της εκκρεμότητας της μεταβίβασης ποσοστού 16% των μετοχών του ΟΛΠ στην COSCO. O πρωθυπουργός ικανοποίησε το αίτημα με το ποσοστό του ΤΑΙΠΕΔ να συρρικνώνεται σε 7,1%. Το 2022 έγιναν επανειλημμένες παραστάσεις της κινεζικής πρεσβείας προς την κυβέρνηση για την άμεση ή έμμεση παράκαμψη της ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) ως προς τα επενδυτικά σχέδια και τα κατασκευαστικά έργα της COSCO. Αν και η κυβέρνηση προέταξε –ορθώς– την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, υποδέχθηκε με θέρμη μία έκτακτη απεσταλμένη του προέδρου Σι Τζινπίνγκ, την πρέσβη Μα Τσέκτσινγκ, η οποία άσκησε αφόρητες πιέσεις για το ΣτΕ.
Τον Φεβρουάριο του 2023 ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν διευκρίνισε στον κ. Μητσοτάκη ότι το πρόβλημα δεν είναι η οικονομική συνεργασία της Ελλάδας με την Κίνα, αλλά όσες πτυχές της μπορεί να υπονόμευαν την εθνική ασφάλεια των συμμάχων στο ΝΑΤΟ. Το κλίμα ήταν ήδη βεβαρημένο μετά τη διπλωματική γκάφα ορισμού συνάντησης του πρωθυπουργού (την ίδια ημέρα!) και με την αντιπρόεδρο του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας, Σουν Τσουνλάν. Η αντιπρόεδρος πραγματοποιούσε περιοδεία στην Ευρώπη και σκοπός της ήταν να «καπελώσει» επικοινωνιακά την επίσκεψη Μπλίνκεν.
Τελικά, ο κ. Μητσοτάκης δεν τη συνάντησε και ο κλήρος των επαφών με την κυρία Σουν Τσουνλάν έπεσε στον τότε πρόεδρο της Βουλής Κων. Τασούλα. Το Μάιο του 2023 το Τμήμα Αναστολών του ΣτΕ δεν επέτρεψε, για περιβαλλοντικούς λόγους, την έναρξη τριών από τα λεγόμενα «υποχρεωτικά» έργα που οφείλει να εκτελέσει η COSCO. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς η αρμόδια διϋπουργική επιτροπή έλαβε μια σημαντικότατη απόφαση υπέρ της COSCO, εγκρίνοντας τη νέα περιβαλλοντική μελέτη. Και στα τέλη του έτους εκδόθηκε υπουργική απόφαση για την επανέναρξη των έργων στο λιμάνι.
Αντιφάσεις
Μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του προέδρου Τραμπ ο κ. Μητσοτάκης έκρινε απαραίτητο να διορθώσει αρκετά σημεία της πολιτικής του με συνεντεύξεις του ιδίου και μελών της κυβέρνησης στο «τραμπικό» Breitbart. Σημαντικότερη ήταν η επισήμανση του Αδ. Γεωργιάδη, ο οποίος ήταν ο πρώτος υπουργός, από το 2019, που αναγνώρισε ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει, επειδή η Δύση υστερεί μετά την ανάπτυξη των εμπορικών διαδρόμων της Κίνας. Η επισήμανση του κ. Γεωργιάδη ήταν και επανορθωτική παλαιότερων δικών του εκτιμήσεων, όταν επισκεπτόμενος το Βερολίνο (υπό την ιδιότητα του υπουργού Ανάπτυξης) είχε κρίνει, σε συνάντηση με τον γερμανικό ΣΕΒ, ως καλή ιδέα τη συμμετοχή της COSCO στο μετοχικό σχήμα του λιμανιού του Αμβούργου.
Το εκπληκτικό είναι ότι λίγες ημέρες μετά η επανορθωτική παρέμβαση Γεωργιάδη αναιρέθηκε με ανακοινώσεις του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής υπέρ της ενίσχυσης των σχέσεων με την Κίνα. Οι αντιφάσεις και ο διπλωματικός τραγέλαφος συνεχίστηκαν φέτος τον Σεπτέμβριο κατά τις συνεννοήσεις για την επίσκεψη στην ελληνική πρωτεύουσα του ανώτατου στελέχους του Κ.Κ. Κίνας Λι Σι. Ο αξιωματούχος (θεωρούμενος Νο 3 στην κομματική ιεραρχία) επιθυμούσε να συναντήσει οπωσδήποτε τον κ. Μητσοτάκη, αλλά η αρχική απόφαση (κατόπιν εισηγήσεως της υφυπουργού Εξωτερικών Αλ. Παπαδοπούλου) ήταν να μην τον δεχθούν ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ούτε ο πρωθυπουργός.
Τελικά, για να αποφύγει –προσωπικά– τη δυσαρέσκεια της Ουάσινγκτον, ο κ. Μητσοτάκης επικαλέστηκε φόρτο εργασίας και μετέβη εκτός Αθηνών. Και, για να προλάβει τις αντιδράσεις του Πεκίνου, αποφάσισε να συναντήσουν τον Κινέζο επισκέπτη ο κ. Τασούλας και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης. Τις τελευταίες ημέρες επικράτησε η εντύπωση ότι η νέα πρέσβης των ΗΠΑ Κίμπερλι Γκίλφοϊλ πέτυχε εκεί που είχαν αποτύχει οι κύριοι Πομπέο και Μπλίνκεν και ότι, μετά τις παρεμβάσεις της, η παρουσία της COSCO στην Ελλάδα δέχθηκε σοβαρό πλήγμα. Πραγματικά, πολλά μέλη της κυβέρνησης κινήθηκαν σε αυτή τη γραμμή, μέχρι που ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε στο «Bloomberg New Economy Forum», στη Σιγκαπούρη, ότι «οι συμφωνίες που συνήφθησαν από προηγούμενες κυβερνήσεις πρέπει να τηρούνται», συμπληρώνοντας πως «υπάρχουν και άλλα λιμάνια στην Ελλάδα που μπορούν να αναπτυχθούν».
Θεωρητικά, η δήλωση του κ. Μητσοτάκη είναι ορθότατη, γιατί τα σοβαρά κράτη σέβονται τις υπογεγραμμένες συμβάσεις και έχουν συμφέρον να ευνοούν τον επενδυτικό ανταγωνισμό. Πρακτικά, το πρόβλημα είναι ότι η σύμβαση με την COSCO δεν αφορά το παρελθόν, αλλά το παρόν και το μέλλον και ότι θα συσσωρεύονται πολλές εκκρεμείς αποφάσεις για το λιμάνι του Πειραιά και άλλες υποδομές. Οι ΗΠΑ και η Κίνα θα ζητούν πολλά περισσότερα από την Ελλάδα, καθώς δεν δέχονται πια την 6ετή λογική ίσων αποστάσεων του πρωθυπουργού.
Οι πιέσεις θα αυξηθούν το 2026 επειδή το Πεκίνο, πρώτον, απαιτεί τη διοργάνωση πανηγυρικών εκδηλώσεων για την 20ή επέτειο υπογραφής της διμερούς Δήλωσης Στρατηγικής Σχέσης του 2006 (ενδεχομένως με επίσκεψη του προέδρου Σι στην Αθήνα). Και, δεύτερον, θα αναπροσαρμόσει την τακτική της COSCO μετά την αναμενόμενη έκδοση της απόφασης του ΣτΕ, το οποίο, στις αρχές Οκτωβρίου, εξέτασε τις αιτήσεις ακύρωσης του master plan για το λιμάνι του Πειραιά.
Παράλληλα, η Ουάσινγκτον θα αξιώσει συγκεκριμένες πράξεις ανάσχεσης της διείσδυσης της Κίνας. Οι ΗΠΑ δεν δέχονται το επιχείρημα ότι απλώς τηρούνται οι παλαιότερες συμβάσεις, αφού συνδέονται με τρέχουσες αποφάσεις της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της κυβέρνησης. Επιπλέον, η Αθήνα θα κληθεί να αποφασίσει -ειδικά για το θέμα του «καλωδίου»- αν μπορούν να συνυπάρξουν στον ΑΔΜΗΕ η κινεζική State Grid και η αμερικανική DFC και να σταματήσει να αγνοεί σοβαρά αμυντικά θέματα.
Για παράδειγμα, προ διετίας ο τότε διευθυντής Νοτίου Ευρώπης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τζόσουα Χακ (σήμερα αναπληρωτής επικεφαλής της πρεσβείας στην Αθήνα), είχε ενημερώσει ότι κινεζικό κατασκοπευτικό «μπαλόνι» είχε περάσει από τον ελληνικό εναέριο χώρο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκρινε τότε πως δεν χρειαζόταν να υπάρξει κάποια διπλωματική παράσταση διαμαρτυρίας προς την Κίνα. Είναι πολύ αμφίβολο αν η αδράνεια έναντι του Πεκίνου το 2023 θα μπορούσε να επαναληφθεί φέτος ή το 2026 και αργότερα.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη


