Η προσπάθεια επιβίωσης δεν νοείται να αρχίσει από λεπτομέρειες στην οικονομία, αλλά από τις διαβρωμένες βάσεις της
- Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Επανέρχομαι στο διαχρονικό θέμα, το οποίο με απασχόλησε και εξακολουθεί να με απασχολεί, χωρίς διακοπή, από την επιβολή των Μνημονίων μέχρι σήμερα. Οπως πιστεύω ότι θα όφειλε να απασχολεί και τον καθένα μας, εφόσον είναι η κύρια πηγή της κακοδαιμονίας μας. Θα υποστηρίξω, λοιπόν, για πολλοστή φορά και ακούραστα ότι τα Μνημόνια δεν τελείωσαν, όπως υποστηρίζεται κατά κόρον από μη οικονομολόγους, συστημικά ΜΜΕ ή από πολιτικούς, που προσπαθούν, για ευνόητους λόγους, να εμφανίσουν το μαύρο άσπρο.
Αντιθέτως, είναι εδώ! Η πραγματικότητα είναι ότι οι συνέπειες των Μνημονίων, που διαρκούν και διαρκούν, έχουν στην κυριολεξία διαλύσει την οικονομία μας και συγκεκριμένα τη δυνητική της ανάπτυξη. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει τα ποσά που αντιπροσωπεύουν την εξυπηρέτηση του χρέους, και ήδη οι αρμόδιοι αποφάσισαν να ξεπληρώσουν τμήματα του χρέους πριν από τη λήξη τους. Ομως, οι υποχρεώσεις της αυτές υλοποιούνται σε καθεστώς νομισματικής λιτότητας.
Με τις συνθήκες αυτές, και ενώ η Ελλάδα, που έχασε 27% του ΑΕΠ της εξαιτίας της επιβολής των Μνημονίων, και που η αναπλήρωση αυτού του εισοδήματος/πλούτου απαιτούσε τουλάχιστον διπλάσιο ποσοστό επενδύσεων σε πάγια βάση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μ.ό., οι επενδύσεις, δυστυχώς, στη χώρα μας υπολείπονται του τελευταίου κατά 9 μονάδες. Ασχέτως, βέβαια, του γεγονότος ότι οι αρμόδιοι εμφανίζουν ως επενδύσεις τις πωλήσεις του δημόσιου πλούτου, το αλύπητο ξεπούλημα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, τις πωλήσεις γης, τις πωλήσεις ακινήτων.
Συγκεκριμένα, οι τότε αρμόδιοι δέχθηκαν, δυστυχώς, να υποθηκεύσουν το σύνολο της δημόσιας περιουσίας για 100 χρόνια, είτε επειδή υπέγραψαν χωρίς να διαβάσουν τους τραγικούς όρους που απαιτούσαν οι δανειστές είτε επειδή το μένος ορισμένων εναντίον του δημόσιου τομέα δικαιολογούσε αυτή την εγκληματική υπογραφή ή επειδή δεν κατανοούσαν τις επιμέρους παραγράφους των Μνημονίων που υπέγραφαν.
Ετσι, η Ελλάδα έχει απολέσει σχεδόν ολοκληρωτικά τον αναπτυξιακό της ιστό. Πώς αλλιώς να εκφράσει κανείς την κατάστασή της, δεδομένου ότι το 27% της απώλειας του ΑΕΠ της το 2010 δεν κατάφερε να το αναπληρώσει μέχρι και το 2025; Και πώς διαφορετικά να ερμηνεύσει ότι απαιτούνται ακόμη 6-7 χρόνια για να φτάσουμε στην αφετηρία της καταστροφής, δηλαδή στο 2010.
Αλλά και πώς και από πού ήταν δυνατόν να υπάρξουν ελπίδες δυνατότητας αναπλήρωσης αυτού του τεράστιου κενού, που εκπροσωπούσε η μείωση κατά 27% του ΑΕΠ; Από την παραγωγικότητα, άραγε, που αντιπροσωπεύει μόνο το 55% του ευρωπαϊκού μ.ό.; Από τη ζήτηση που υπολείπεται κατά 14% του ευρωπαϊκού μ.ό.; Από τον μέσο ετήσιο μισθό, ο οποίος είναι ο κατώτερος της Ευρώπης; Από την ουσιαστική ανυπαρξία παραγωγικών επενδύσεων;
Με αυτές τις συνθήκες, διερωτώμαι τι περιεχόμενο μπορεί να έχει στη χώρα μας η λέξη «ανάπτυξη», που ωστόσο προβάλλεται συνεχώς ως το δήθεν λαμπρό επίτευγμα των ημερών μας.
Με τις συνθήκες αυτές ήταν αναπότρεπτο να καταστούμε ουραγοί των Βαλκανίων, ενώ ήμασταν στην κορυφή πριν από τα Μνημόνια. Και, έτσι, μας ξεπέρασαν χώρες που ήταν πάμπτωχες, σε σχέση με εμάς, πριν από το καταστρεπτικό για την Ελλάδα έτος 2010. Και να σημειώσω ότι μας ξεπέρασαν οι χώρες αυτές χρησιμοποιώντας το «καταραμένο», κατά πολλούς, αλλά παντελώς ανίδεους περί τα οικονομικά στην Ελλάδα, εθνικό τους νόμισμα. Αυτό, που ο Σόιμπλε έτρεμε, μήπως και φωτιστούμε και το απαιτήσουμε και εμείς.
Τώρα η Ελλάδα βρίσκεται σε τραγική θέση και δεν έχει νόημα η μεμονωμένη προβολή των επιμέρους δεικτών της καταστροφής μας, δεδομένου ότι από παντού καταποντιζόμαστε. Μόνο οι φυσικές ομορφιές της χώρας μας μάς σώζουν κάπως, χάρη στον τουρισμό.
Μέχρι τον οριστικό χαμό, που δεν αργεί, αν ληφθεί υπόψη και το Δημογραφικό, υπάρχει πάντα ελπίδα σωτηρίας. Θεωρητικά η Ελλάδα χρειάζεται ηγεσία με μέλη που να έχουν σοβαρές γνώσεις οικονομίας, σε προγραμματισμό και ανάπτυξη. Και τούτο διότι η προσπάθεια επιβίωσης δεν νοείται, στην περίπτωσή μας, να αρχίσει από λεπτομέρειες στην οικονομία, αλλά από τις διαβρωμένες βάσεις της. Οι μνημονιακές μας υποχρεώσεις πρέπει, με κάθε τρόπο και κάθε θυσία, να καταστούν ανθρώπινες.
Και γιατί όχι; Να προσπαθήσουμε, και από πλευράς Τραμπ, μέσω της νέας πρέσβη, να γνωστοποιήσουμε τις λεπτομέρειες, κάτω από τις οποίες υποχρεώθηκε να ζει ένας ολόκληρος ευρωπαϊκός λαός, και που σαφέστατα δεν μπορεί να θεωρηθούν κανονικές και αποδεκτές στον 21ο αιώνα.
Θέλω να πιστεύω ότι δεν υποστηρίζω κάτι παράλογο, άλλωστε τα συντριπτικά στατιστικά δεδομένα των τελευταίων 15 ετών το αποδεικνύουν. Ούτε πόλεμο να είχαμε υποστεί δεν θα ήταν η χώρα στην τραγική και χωρίς ελπίδα αυτή κατάσταση.
Ιδού, λοιπόν, η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.


