Λόγω των αποτυχιών του πρωθυπουργού, κάθε νέα φάση διαλόγου ξεκινά από καλύτερη αφετηρία για την Aγκυρα και από χειρότερη για την Αθήνα
Η κρίσιμη καμπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν προσφέρεται για αντιπολιτευτικά πυρά, αλλά την τελευταία εξαετία παρατηρείται το επαναλαμβανόμενο -άρα, μόνιμο πια- φαινόμενο η κυβέρνηση να είναι η πρώτη που προβαίνει στα σχετικά επικοινωνιακά παίγνια.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα *
Προβαλλόταν μέχρι και ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιτύγχανε εμπάργκο πώλησης όπλων προς την Αγκυρα από τη Γερμανία και άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε., αλλά καταλήξαμε στην οικονομική άλωση ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών από τις ακμάζουσες τουρκικές. Αποδόθηκαν μυθικές διαστάσεις σε παραγράφους και υποπαραγράφους, πλάγιων διατυπώσεων, στα επίσημα συμπεράσματα των συνόδων κορυφής των «27», αλλά η ευρωπαϊκή ηγεσία της «Συμμαχίας των Προθύμων» έχει ήδη συμφωνήσει (όχι απλώς συζητήσει) με την Τουρκία να ηγείται της δύναμης που ίσως αναπτυχθεί στην Ουκρανία.
Με την ίδια νοοτροπία, που δεν έχει καμία σχέση με την υπεύθυνη και στιβαρή άσκηση εξωτερικής πολιτικής από τους προηγούμενους αρχηγούς της Ν.Δ., η συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν, στη Νέα Υόρκη, είχε προαναγγελθεί ως νικηφόρα. Ο πρωθυπουργός θα «έθετε» την απειλή του casus belli, δήθεν εξασφαλίζοντας ειρήνη και ευημερία στο Αιγαίο. Ωστόσο, οι παλινωδίες, αρχικά, ότι το ραντεβού απλώς «αναβλήθηκε», μετά ότι «πιθανόν να οριζόταν» την επόμενη μέρα ή την 1η Οκτωβρίου στην Κοπεγχάγη και, κατόπιν, ότι ματαιώθηκε δείχνουν την αποτυχία της πολιτικής Μητσοτάκη. Γιατί, σε όλες τις εποχές και μεταξύ όλων των χωρών, οι ματαιώσεις συναντήσεων κορυφής συνοδεύονται πάντα είτε από απευθείας επικοινωνίες μεταξύ των ηγετών είτε από κάποια κοινή δήλωση, με την έκφραση της τυπικής -ή και υποκριτικής- ευχής περί «ορισμού νέας ημερομηνίας, σε σύντομο χρόνο, διά της διπλωματικής οδού». Μόνον ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης προέβη την επομένη σε μια τηλεοπτική δήλωση, στο πεζοδρόμιο, περί συνέχισης του διαλόγου, χωρίς τουρκικό σχόλιο.
Παρουσιάστηκε, επίσης, η εκδοχή ότι η ξαφνική διμερής ένταση αποτελεί συνέπεια λανθασμένων συνεννοήσεων των αρμόδιων διπλωματών. Ούτε αυτό συμβαίνει. Ο κ. Μητσοτάκης έχει αλλάξει τέσσερις διπλωματικούς συμβούλους, από το 2019 ως σήμερα, και (λόγω υπηρεσιακών μεταθέσεων) οδεύει προς τον πέμπτο. Δεν είναι δυνατόν να ευθύνονται πάντα (τουρκολιβυκό μνημόνιο μετά την πρώτη συνάντηση στον ΟΗΕ, υπερπτήσεις μετά τις επαφές στον Βόσπορο κ.λπ.) οι πολλοί άλλοι και να παραμένει αλάνθαστος ο ένας. Σε κάθε περίπτωση, στο παθητικό του σημερινού πρωθυπουργού δεν καταγράφεται η επιλογή του διαλόγου και των ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας με την Αγκυρα. Δεν είναι κακός ο καθαυτός διάλογος – είναι απαραίτητος και διεξαγόταν επί όλων των προκατόχων του.
Αντίθετα, κάκιστο είναι το πλαίσιο στο οποίο άρχισε και συνεχίζει τον διάλογο ο κ. Μητσοτάκης, που μόνο αποτυχίες έχει να παρουσιάσει. Το -ως και τραγικό- είναι ότι νέες διαρροές παρουσιάζουν τον κ. Μητσοτάκη σαν ψύχραιμο, λέγοντας ότι το πολύ πολύ να επιστρέψουμε στην περίοδο πριν από τη Διακήρυξη των Αθηνών του Δεκεμβρίου 2023. Χωρίς να συνειδητοποιεί ότι, λόγω των αποτυχιών του, κάθε νέα φάση διαλόγου ξεκινά από καλύτερη αφετηρία για την Αγκυρα και από χειρότερη για την Αθήνα.
Οι απώλειες
Ομως, πέραν της ματαιωθείσας συνάντησης, τα ελληνικά συμφέροντα υπέστησαν άλλες τρεις σημαντικές απώλειες στη Νέα Υόρκη:
• Πρώτον, απουσίαζε από την ομιλία του κ. Μητσοτάκη στη Γ.Σ. του ΟΗΕ η αυτονόητη, κατηγορηματική επισήμανση όλων των Προέδρων Δημοκρατίας, πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών, από τον Δεκέμβριο του 1994 (που τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας) ως πρόσφατα, ότι «η Ελλάδα διατηρεί το αναφαίρετο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της στα 12 ν.μ., όποτε η ίδια κρίνει». Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε μόνον ότι «η Τουρκία πρέπει να άρει την απειλή πολέμου, που εξακολουθεί να πλανάται ως γκρίζο σύννεφο πάνω από τις σχέσεις μας. Εχουν περάσει 30 χρόνια, το casus belli πρέπει να αποσυρθεί». Δηλαδή, κατά τη λογική του πρωθυπουργού, η Ελλάδα ζητεί την άρση της απειλής, επειδή «πάλιωσε» και όχι επειδή η ίδια έχει δίκιο; Κάτι παρόμοιο -του τύπου «αν το άρεις, εμείς δεν θα το ασκήσουμε και ξεχνάμε το δικαίωμα»- θα έλεγε ο πρωθυπουργός στον Τούρκο πρόεδρο; Μήπως, τελικά, αποδειχθεί καλύτερο το ότι ακυρώθηκε η συνάντηση;
• Δεύτερον, η κυβέρνηση δεν κατάφερε, αντί των μονοθεματικών διαβουλεύσεων με τις ΗΠΑ για το LNG, να συζητηθούν όλα τα ενεργειακά θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος στη Μεσόγειο. Στα τέλη Ιουνίου, ο κ. Γεραπετρίτης και οι συνεργάτες του, επιστρέφοντας από τη συνάντηση με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μ. Ρούμπιο στη Χάγη, μετέφεραν σε συνομιλητές τους την εντύπωση -ως βεβαιότητα- ότι θα διεξαγόταν συνάντηση «3+1» (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ συν ΗΠΑ) στη Νέα Υόρκη. Επομένως, είτε ο κ. Γεραπετρίτης παρανόησε εξαρχής τα λεγόμενα του κ. Ρούμπιο είτε η κυβέρνηση δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις -λόγω Τουρκίας- μεταγενέστερες αμερικανικές επιφυλάξεις.
• Τρίτον, διαψεύστηκαν οι προσδοκίες της Αθήνας ότι το ζήτημα της προμήθειας F-35 δεν θα επιστρέψει στην ατζέντα των αμερικανοτουρκικών συνομιλιών, λόγω της αντίδρασης του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπ. Νετανιάχου, με το επιχείρημα ότι θα έθιγε την ισορροπία δυνάμεων και με τη δική του χώρα. Οι κύριοι Μητσοτάκης και Γεραπετρίτης είχαν επαναπαυθεί, κατόπιν σχετικού μηνύματος του κ. Νετανιάχου, μετά την πρώτη του συνάντηση με τον πρόεδρο Ντ. Τραμπ, στις αρχές Φεβρουαρίου. Και, ασφαλώς, η προοπτική προμήθειας F-35 από την Τουρκία παραμένει δύσκολη και μακρινή υπόθεση, αλλά -σύμφωνα με ξένες πηγές- η διοίκηση Τραμπ φέρεται ότι υιοθετεί επιχειρήματα που θα επιτάχυναν κάπως τις διαδικασίες στο Κογκρέσο.
Δυστυχώς, στον διπλωματικό ορίζοντα έρχονται κι άλλες σημαντικές δυσκολίες. Η Γερμανία αρνείται την ανανέωση των παλαιότερων κυρώσεων-χάδι για τις παράνομες ερευνητικές εργασίες της Τουρκίας στη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, κορυφαίοι αξιωματούχοι της Κομισιόν ζητούν τη συναίνεση της Ελλάδας στη νέα εντολή ανάπτυξης της στρατιωτικής αποστολής της Ε.Ε. (βοήθεια σε εκπαίδευση και πολιτική προστασία) μέσα στο έδαφος της Ουκρανίας.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.