Μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των τσιγάρων προοιωνίζεται η νέα πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση της οδηγίας που ρυθμίζει τη φορολογία των καπνικών προϊόντων, εξέλιξη που αν προχωρήσει θα αλλάξει ριζικά την τιμολογιακή εικόνα της αγοράς από το 2028.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Κομισιόν εισηγείται αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) κατά 139%, στα 215 ευρώ ανά 1.000 τσιγάρα, έναντι των 90 ευρώ που ισχύουν σήμερα. Η αναθεώρηση τέθηκε στο τραπέζι του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε. (ECOFIN) την περασμένη εβδομάδα, προκαλώντας ήδη έντονες αντιδράσεις από αρκετά κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Από τα 4,60 στα 7 ευρώ το πακέτο
Αν εφαρμοστεί η πρόταση, η τελική τιμή ενός πακέτου 20 τσιγάρων στην Ελλάδα, που σήμερα κοστίζει περίπου 4,60 ευρώ, θα μπορούσε να εκτοξευθεί στα 7 ευρώ ή και υψηλότερα. Από το σημερινό κόστος, τα 3,74 ευρώ, δηλαδή 81,3%, αποτελούν φόρους – στοιχείο που καταδεικνύει το ήδη υψηλό φορολογικό βάρος στα καπνικά προϊόντα.
Η εξέλιξη αυτή θα εξαρτηθεί και από το αν οι εταιρείες που εμπορεύονται καπνικά προϊόντα θα απορροφήσουν μέρος της αύξησης, καθώς σε διαφορετική περίπτωση η επιβάρυνση θα μετακυλιστεί εξ ολοκλήρου στους καταναλωτές.
Ανατιμήσεις και σε θερμαινόμενα και ηλεκτρονικά τσιγάρα
Η αύξηση του ΕΦΚ δεν θα περιοριστεί στα συμβατικά τσιγάρα. Σύμφωνα με το σχέδιο της Κομισιόν:
- Στα θερμαινόμενα τσιγάρα, ο ελάχιστος ειδικός φόρος θα αυξηθεί σταδιακά από τα 88 ευρώ στα 155 ευρώ ανά 1.000 τεμάχια.
- Για το υγρό των ηλεκτρονικών τσιγάρων, η επιβάρυνση θα ανέβει από 10 λεπτά ανά χιλιοστόλιτρο σήμερα στα 36 λεπτά, προκαλώντας σημαντική άνοδο στις τιμές των e-liquids και pods.
Η Επιτροπή δικαιολογεί τις αλλαγές αυτές επικαλούμενη την ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας, αλλά και το γεγονός ότι το φορολογικό πλαίσιο στα καπνικά προϊόντα παραμένει αμετάβλητο εδώ και 15 χρόνια.
Κίνητρο και τα έσοδα για τον κοινοτικό προϋπολογισμό
Πέρα από το ζήτημα της υγείας, οι αυξήσεις στους ειδικούς φόρους αποτελούν και πηγή νέων εσόδων για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, στο πλαίσιο της αναζήτησης πρόσθετων πόρων μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών.
Με το σημερινό καθεστώς, ο ΕΦΚ στα τσιγάρα οφείλει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 60% της σταθμισμένης μέσης τιμής λιανικής κάθε κράτους-μέλους και να μην είναι μικρότερος από 90 ευρώ ανά 1.000 τσιγάρα. Στην πράξη, οι περισσότερες χώρες υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ιρλανδία, η Γαλλία και η Ολλανδία, όπου ο φόρος είναι υπερδιπλάσιος, αλλά οι χώρες αυτές αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα λαθρεμπορίου καπνικών προϊόντων.
Η ελληνική πραγματικότητα – Έσοδα και λαθρεμπόριο
Η Ελλάδα κινείται σήμερα λίγο πάνω από τα ελάχιστα ευρωπαϊκά όρια, με ΕΦΚ στα 117,50 ευρώ ανά 1.000 τσιγάρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα έσοδα του ελληνικού Δημοσίου από τη φορολογία καπνικών υπολογίζονται σε περισσότερα από 2,3 δισ. ευρώ ετησίως.
Ωστόσο, η υπερβολική αύξηση του φόρου, όπως προειδοποιούν οικονομικοί κύκλοι, ενδέχεται να ενισχύσει εκ νέου τη μαύρη αγορά, η οποία, αν και έχει περιοριστεί, εξακολουθεί να στερεί εκατοντάδες εκατομμύρια από τα δημόσια ταμεία.
Το θέμα ανέδειξε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, κατά τη συνεδρίαση του πρόσφατου ECOFIN, ζητώντας μεγαλύτερη μεταβατική περίοδο ώστε να μην προκληθεί σοκ στην αγορά και στους καταναλωτές. Παράλληλα, επισήμανε ότι η υπέρμετρη αύξηση των φόρων μπορεί να ευνοήσει τα διεθνή κυκλώματα λαθρεμπορίου.
«Η εμπειρία έχει δείξει ότι κάθε απότομη επιβάρυνση στους φόρους καπνού μεταφράζεται σε αύξηση του παράνομου εμπορίου», φέρεται να υπογράμμισε ο Έλληνας υπουργός.
Μείωση του παράνομου εμπορίου στην Ελλάδα το 2024
Παρά τις ανησυχίες, η πιο πρόσφατη Έκθεση της KPMG (2024) καταγράφει σημαντική μείωση της κατανάλωσης παράνομων τσιγάρων στη χώρα, στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας.
Το ποσοστό των παράνομων προϊόντων εκτιμάται στο 17,5% της συνολικής κατανάλωσης, μειωμένο κατά 6,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2023 (23,7%). Συνολικά, καταναλώθηκαν 2,5 δισ. παράνομα τσιγάρα, με τις δημοσιονομικές απώλειες να ανέρχονται σε 438 εκατ. ευρώ, έναντι 620 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος.