Επειδή όσα συμβαίνουν στη χώρα μας ξεφεύγουν από τα όρια και της οργιώδους φαντασίας, είμαστε αναγκασμένοι να ξεκινήσουμε από το μηδέν για να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα.
Πρώτα απ’ όλα να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας, αλλά και στους πολιτικούς αυτής της χώρας, ότι τα κόμματα είναι χρηματοδοτούμενοι οργανισμοί από το υστέρημα των βαρύτατα φορολογούμενων Ελλήνων πολιτών. Να υπενθυμίσουμε επίσης ότι η χρηματοδότηση δεν γίνεται για να έχουν ένα γωνιακό «μαγαζί» διάφορες δυναστείες αλλά και ομάδες και να εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό αλλά και την πολιτική τους επιβίωση επί δεκαετίες – και αναφερόμαστε στους επαγγελματίες πολιτικούς αλλά και τα κομματικά στελέχη που δεν έκαναν τίποτε άλλο στη ζωή τους εκτός από το να «ροκανίζουν» την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων τους.
Το δεύτερο που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι -το αυτονόητο- ότι τα χρήματα τα πληρώνουμε στα κόμματα εμείς, οι Ελληνες φορολογούμενοι, για να αμείβονται τα στελέχη που εργάζονται σ’ αυτά αλλά και για να λειτουργούν ιδρύματα, τα οποία αναλύουν την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και στον κόσμο και αναλόγως χαράσσουν ή αναπροσανατολίζουν τη στρατηγική των κομμάτων τους, με βάση την οποία ασκούν υπεύθυνη αντιπολίτευση ή την οποία θα κληθούν να εφαρμόσουν αν αναλάβουν την εξουσία.
Συμβολή στην πολιτική σκέψη -πρέπει να- παρέχουν οι επιστημονικοί σύμβουλοι των βουλευτών και των υπουργών, καθώς και οι σχολές πολιτικής επιστήμης των ελληνικών πανεπιστημίων, όταν αυτές δεν είναι υποδουλωμένες σε στρατευμένα και ανελεύθερα μυαλά συγκεκριμένων ιδεολογιών.
Ενώ, όμως, υπάρχουν το θεσμικό πλαίσιο και η παχυλή χρηματοδότηση για την παραγωγή πολιτικής σκέψης, που είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη στρατηγικής και στρατηγικού σχεδιασμού των κομμάτων, η πατρίδα μας παραμένει κολλημένη στην τελευταία θέση της ιδεολογικής και πολιτικής πρωτοπορίας, ενώ δεν λέει να παραχωρήσει σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα τη θέση του πρωταθλητή στον λαϊκισμό, στη δημαγωγία, στην πολύ κακή ποιότητα πολιτικού λόγου και της πλήρους ανυπαρξίας στρατηγικής και στρατηγικού σχεδιασμού.
Απόδειξη των παραπάνω είναι το γεγονός ότι ο Σημίτης και η παρέα των «εκσυγχρονιστών» αποφάσισαν να βάλουν τη χώρα στην ευρωζώνη απροετοίμαστη, με μαγειρεμένα στοιχεία και, το κυριότερο, με μια οικονομία που, όπως αποδείχτηκε, δεν άντεξε το περιβάλλον της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να ζει η χώρα, από τη μια πλευρά, την τραγική περιπέτεια της άτακτης εξόδου από το ευρώ και, από την άλλη, τον διασυρμό της διαπόμπευσης από το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης.
Απόδειξη επίσης της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού στα κόμματα είναι το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν, αντί να εξυγιάνουν την οικονομία και να βελτιώσουν τη λειτουργία του κράτους, από τη μια πλευρά συνέχισαν την καταστροφική πολιτική των ελλειμμάτων και, από την άλλη, συνέχισαν να φορτώνουν το κράτος με δημοσίους υπαλλήλους, μονιμοποιώντας εκείνους που έβαλε από το παράθυρο ο κάθε πολιτικάντης, είτε προσλαμβάνοντας καινούργιους, ακολουθώντας πάνω κάτω τις ίδιες διαδικασίες.
Απόδειξη της έλλειψης στρατηγικής και της ανείπωτης ανευθυνότητας, που αγγίζει τα όρια της προδοσίας, ήταν το «λεφτά υπάρχουν» -και τα όσα επακολούθησαν- του ΓΑΠ και των «κηπουρών» του, στα οποία ρελάνς ανευθυνότητας και έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα ήταν τα αλήστου μνήμης «Ζάππεια» του Σαμαρά και των θαυματοποιών του.
Ομως εκεί που η κατάσταση ξέφυγε από κάθε… ανταγωνισμό, ήταν ο στρατηγικός σχεδιασμός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διά του αρχηγού και των πρωτοκλασάτων στελεχών του ορίστηκε με δηλώσεις του τύπου: «Θα παίζουμε εμείς τη λύρα και οι αγορές θα χορεύουν πεντοζάλη», «Θα σκίσουμε το Μνημόνιο στην πλατεία Συντάγματος», «Θα σβήσουμε μονομερώς το μισό χρέος γιατί είναι παράνομο και επαχθές», «Θα εφαρμόσουμε το πρόγραμμα των 100 ημερών της Θεσσαλονίκης χωρίς να ρωτήσουμε κανέναν», «Θα αλλάξουμε ολόκληρη την Ευρώπη» και το αμίμητο «Θα φέρουμε την ελπίδα»…
Τώρα, παρατηρούμε την «κυβέρνηση της ελπίδας και των μεγάλων υποσχέσεων» μέσα σε διάστημα μερικών εβδομάδων να προσγειώνεται σε μια πραγματικότητα την οποία όφειλε να γνωρίζει, γιατί πληρώνεται γι’ αυτό από τον ελληνικό λαό, αναιρώντας το ένα μετά το άλλο τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» και επεκτείνοντας ακόμα περισσότερο την έννοια του όρου «πολιτική απάτη», την οποία είχαν διευρύνει ήδη αρκετά οι προηγούμενοι με τις πράξεις τους.
Το τραγικότερο όλων είναι ότι δεν υπάρχει ούτε μία αξιόπιστη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό που να είναι σε θέση να κάνει μια ουσιαστική νέα αρχή και να δώσει την πραγματική ελπίδα στην πατρίδα και στο έθνος.
Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε άλλο, από το να τη δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι.
Σάββας Καλεντερίδης


