Oταν κάποιος στερεί το δικαίωμα από τα Σκόπια να κάνουν αποσχιστική προπαγάνδα εντός ελληνικού εδάφους χαρακτηρίζεται «μισαλλόδοξος» και «εχθρός της ελευθερίας της έκφρασης». Εκεί καταντήσαμε. Ο λόγος γίνεται για το περιστατικό που έλαβε χώρα στη Φλώρινα, το βράδυ της Δευτέρας 22 Δεκεμβρίου.
Ο δήμαρχος Φλώρινας Βασίλης Γιαννάκης διέκοψε τη συναυλία συγκροτήματος, την ώρα που αυτό έπαιζε ένα από τα σλαβόφωνα τραγούδια που έχουν συνδεθεί με την επανάσταση του Iλιντεν, το σημαντικότερο εθνικιστικό ορόσημο στη βραχεία Iστορία του γειτονικού κρατιδίου. Ο κ. Γιαννάκης έπραξε άριστα. Με την καίρια παρέμβασή του υπερασπίστηκε έμπρακτα τον πυρήνα του καθήκοντος κάθε εκλεγμένου και μη άρχοντα στη χώρα: τη διατήρηση και προαγωγή του ελληνικού πολιτισμού, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η γλώσσα μας, και την ακεραιότητα της πατρίδας. Δεν υπήρχε λόγος να σεβαστεί την προπαγάνδα των Σκοπιανών και να επιτρέψει να τραγουδιούνται άσματα που θεωρούνται από τους εθνικιστές της γείτονος ιδανικά για «προπαρασκευή αγώνα».
Στην Ελλάδα, η «καραμέλα» περί «ελευθερίας του λόγου» συνήθως αναμασιέται από κύκλους που ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για αυτήν όταν αφορούσε τα δικαιώματα των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο, στα Σκόπια, στη Βουλγαρία, στη Βόρειο Ηπειρο, στη Ρουμανία, ή οπουδήποτε αλλού. Μόνο οι εχθροί του Ελληνισμού έχουν δικαίωμα έκφρασης στη χώρα μας. Μάλιστα, υπάρχει από τις ίδιες ομάδες μεγάλη προθυμία για κινητοποιήσεις αφαίρεσης του λόγου από ανθρώπους που υπερασπίζονται αξίες, όπως η πατρίδα, η θρησκεία και η οικογένεια. Οποιος αμφιβάλλει ας αποπειραθεί να οργανώσει μια ημερίδα σε ελληνικό πανεπιστήμιο για την παραβίαση των δικαιωμάτων των Ελλήνων στα Σκόπια ή στην Αλβανία.
Επιπλέον, αξίζει να υπενθυμιστεί ότι η προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών αναγνώρισε την ύπαρξη «μακεδονικής» γλώσσας (η οποία στην πραγματικότητα είναι βουλγαρική διάλεκτος). Συνεπώς, η ερμηνεία τραγουδιών στο σλαβικό ιδίωμα, όταν ερμηνεύονται σε περιοχές της συνορογραμμής, μπορεί να αξιοποιηθεί από τους εθνικιστικούς κύκλους των Σκοπίων ως ενέργειες προπαρασκευής «απελευθερωτικού» αγώνα. Ως τέτοια τα αντιμετωπίζουν και έτσι τα αξιοποιούν.


