Κατατέθηκε χθες στη Βουλή ο Προϋπολογισμός του 2026, μετά μπόλικων θριαμβολογιών κι αυτολιβανίσματος για το πλεόνασμα και κάποια ανίσχυρα μικρομέτρα, υποτίθεται ελάφρυνσης των πολιτών.
Στην ουσία πρόκειται για μια έκθεση της οικονομικής ζωής ενός φτωχοποιημένου λαού, μέσα από τα ξερά και ωραιοποιημένα νούμερα του Προϋπολογισμού, με στόχο να καμουφλάρουν οι… ευημερούντες αριθμοί τη δεινή οικονομική κατάντια της πλειονότητας των Ελλήνων.
Η πονηρή, μόνιμη απάντηση της κυβέρνησης προς πάσα νόσο της οικονομίας είναι τα πλεονάσματα, τα οποία στη δημιουργική λογική της ισούνται με οικονομική ανάπτυξη.
Ομως η ίδια η ουσία του Προϋπολογισμού που κατατέθηκε και περιλαμβάνει πρόβλεψη για «ανάπτυξη 2,4% και πρωτογενές πλεόνασμα 2,8% το 2026» είναι μια απόδειξη ότι οι λανθασμένες πολιτικές της κυβέρνησης πλήττουν τους ασθενέστερους στην κοινωνία.
Γιατί αυτό που χρειάζεται να κάνει η κυβέρνηση μιας χώρας σαν την Ελλάδα, που φτωχοποιήθηκε τόσο ώστε οι μισθοί της εξισώθηκαν επίσημα με της Βουλγαρίας, είναι να εστιάσει στη μείωση της ανισότητας και όχι στη λογιστική αύξηση μιας αδιάφορης για την πλειονότητα «ανάπτυξης».
Αλλά στην επιτήδεια οικονομία που σχεδίασε η κυβέρνηση Μητσοτάκη η λεγόμενη ανάπτυξη δεν μειώνει τη φτώχεια. Αντίθετα, η κατάσταση μεγάλης μερίδας του κόσμου στην πραγματικότητα θα επιδεινωθεί.
Οταν ο Προϋπολογισμός δείχνει μια οικονομία που «αναπτύσσεται» στα χαρτιά, αλλά οι πολίτες παραμένουν εξοντωμένοι, σημαίνει ότι η οικονομική πολιτική του πρωθυπουργού είναι συστημικά λάθος, επειδή δίνει προτεραιότητα στο κέρδος ορισμένων εις βάρος της γενικής ευημερίας.
Υπάρχουν διάφορες πολιτικές και κόλπα, όπως η εκτίναξη των έμμεσων φόρων, η αποδυνάμωση της προστασίας των εργαζομένων και η μη επένδυση σε «κοινωνικές» υπηρεσίες που μπορούν να αυξήσουν, λογιστικά, το πλεόνασμα και την «ανάπτυξη» σε μια χώρα. Την ίδια στιγμή όμως οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι, η ακρίβεια ξεσαλώνει και η ανισότητα διευρύνεται.
Αυτή ακριβώς είναι η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, που καταστρέφει την ίδια την κοινωνική συνοχή δημιουργώντας οικονομικά αδιέξοδα για τους πολίτες, από το σούπερ μάρκετ μέχρι την αγορά κατοικίας, ώστε να μετατρέψει ολόκληρη την ελληνική οικονομία σε χρηματιστηριακό προϊόν για ευκαιριακούς μεγαλοεπενδυτές.
Ζούμε στη χώρα που ο συνηθισμένος μηνιαίος μισθός ενός εργαζομένου κυμαίνεται μεταξύ 800-1.000 ευρώ, αλλά ένα αξιοπρεπές σπίτι κοστίζει περισσότερο από μια βίλα στο Μονακό ή ένα ρετιρέ στη Νέα Υόρκη. Ολα όσα απαιτούνται για μια «κανονική» ζωή εκτινάχθηκαν σε τιμές απλησίαστες για την οικονομική δύναμη των Ελλήνων εργαζομένων και συνταξιούχων.
Οι λεγόμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις στήριξης είναι πρακτικά τόσο αξιοθρήνητες και μηδαμινές, που δεν θα μας βοηθήσουν ούτε με τα απαραίτητα, πόσο μάλλον να πληρώσουμε για στέγαση, θέρμανση ή τρόφιμα. Ειδικά έπειτα από μια δεκαετία καταστροφικών Μνημονίων.
Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, «ανάπτυξη» της οικονομίας σημαίνει εξοντωτικοί έμμεσοι φόροι για τους ασθενέστερους και μείωση φορολογίας στα μερίσματα ή στις τεράστιες περιουσίες.
Το ζητούμενο είναι να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα παραμείνει «ελκυστική» για τους αεριτζήδες-επενδυτές. Με προαπαιτούμενο ο εργαζόμενος πληθυσμός να διατηρείται σε συνθήκες φτώχειας.
Η «οικονομική ανάπτυξη» της κυβέρνησης πλουτίζει κερδοσκόπους κι αετονύχηδες, ενώ βυθίζει την πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών στην απελπισία. Οι ζωές τους και η «ανάπτυξη» της οικονομίας στη χώρα τους τραβάνε πια διαφορετικούς δρόμους. Κινούνται παράλληλα και δεν συναντιούνται πουθενά.


