Αν ξαναθυμηθούμε, αν ξαναγευτούμε τη χαρά του κοινού βίου, της αλήθειας, της γλώσσας και της πίστης, τότε η χώρα μας μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα αρμονικού τρόπου ζωής
- Παναγιώτης Λιάκος
Η πραγματικότητα εκπέμπει ένα διαρκές, απειλητικό μήνυμα. Ζούμε σε εποχή σιωπηλής παρακμής. Πρέπει να ξυπνήσουμε, επειγόντως! Η φθορά δεν είναι θεαματική. Δεν «εκρήγνυται» στα δελτία ειδήσεων. Η παρουσία της είναι επίμονα διαβρωτική. Κατατρώγει το σώμα της κοινωνίας. Η Ελλάδα του σήμερα πάσχει πρωτίστως από κατάρρευση της αξιοπιστίας των θεσμών. Ο πολίτης δεν πιστεύει πια ότι οι θεσμοί υπηρετούν το κοινό καλό. Αντιλαμβάνεται τους βασικούς αρμούς και τις λειτουργίες του πολιτεύματος σαν μηχανισμούς αναπαραγωγής της εξουσίας και εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων. Η Δικαιοσύνη κατάντησε παρακολούθημα της κυβέρνησης. Η νομοθετική εξουσία το ίδιο. Η αποξένωση των πολιτών από τους θεσμούς γεννά κυνισμό. Ο κυνισμός πάντα προηγείται της συλλογικής αποσύνθεσης.
Ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί. Ο άνθρωπος αποσύρθηκε από τη συλλογικότητα. Εγκλωβίστηκε στο μικρό εγώ του, στη βιοτική του αγωνία, στο κυνήγι της ιδιωτικής ασφάλειας. Ο ατομισμός υποκατέστησε τη γειτονιά, τη φιλία, τη συμμετοχή. Η κοινωνία βιώνεται ως σύνολο παράλληλων μοναξιών. Παράλληλα, η αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης μέσω του ισλαμικού εποικισμού αμβλύνει την αίσθηση της πολιτισμικής συνέχειας.
Αποδομείται σκόπιμα η ταυτότητα του λαού μας χωρίς να υπάρχει μια δύναμη να αντισταθεί στην κυβερνώσα εθνοδιαλυτική ομάδα.
Εδώ έρχεται να προστεθεί η διεύρυνση των ανισοτήτων. Οχι μόνο στο εισόδημα, αλλά και στην πρόσβαση στις λειτουργίες του κράτους, στην παιδεία, στην υγεία, στη δυνατότητα να ακουστεί η φωνή του ανήμπορου. Οι προνομιούχοι αξιοποιούν σύστημα φτιαγμένο στα μέτρα τους. Οι υπόλοιποι σιωπούν και προσπαθούν να επιβιώσουν. Ετσι η δημοκρατία εκπίπτει σε διαδικασία χωρίς περιεχόμενο, σε τυπική ψήφο χωρίς εμπιστοσύνη.
Ολα αυτά συνοδεύονται από τον εκχυδαϊσμό του δημόσιου λόγου. Οι λέξεις φθείρονται. Καταντούν συνθήματα. Η πολιτική σκέψη αντικαθίσταται από επικοινωνιακά τεχνάσματα. Η παιδεία ασχολείται με «δεξιότητες». Ο διάλογος ξεπέφτει σε κραυγές. Ο λόγος, που ήταν πάντοτε η ελληνική συμβολή στην οικουμένη, μετατράπηκε σε εργαλείο παραγωγής εντυπώσεων.
Στον πυρήνα όλων αυτών βρίσκεται η πολιτισμική κατάρρευση. Μιμούμαστε τον αμερικανικό τρόπο ζωής, σαν να ντρεπόμαστε για τον δικό μας. Εισάγουμε αξίες, ήθη, «μόδες», άκριτα, χωρίς μέτρο. Η παράδοση λειτουργεί σαν φολκλορικό ντεκόρ, κατάλληλο μόνο για τουριστική εκμετάλλευση. Και μαζί, απομακρυνόμαστε από τον ορθόδοξο τρόπο ύπαρξης, δηλαδή, τον τρόπο ανάπτυξης σχέσης με τον Θεό και τον άνθρωπο. Η πίστη, που υπήρξε κάποτε βίωμα κοινοτικό, εκπίπτει σε ιδιωτική υπόθεση ή σε εθνική εθιμοτυπία.
Ολα αυτά συνθέτουν έλλειμμα συλλογικού οράματος. Δεν ξέρουμε γιατί υπάρχουμε μαζί, τι νόημα έχει το «εμείς». Η Ελλάδα έχει χάσει τη συνείδηση της αποστολής της, τη δύναμη να προτείνει έναν τρόπο ζωής που να υπερβαίνει τον ωφελιμισμό.
Η αντίσταση δεν εντοπίζεται στη… νοσταλγία. Αντίσταση σημαίνει αντεπίθεση δημιουργίας. Αφού η παρακμή γεννήθηκε από τη διάρρηξη των δεσμών, η απάντηση οφείλει να είναι η ανασύσταση της κοινότητας. Να ξαναγίνει η κοινωνία χώρος σχέσης. Δεν μας αρκεί απλώς η συνύπαρξη. Αυτό προϋποθέτει επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες. Να επιδιώξουμε την παράδοση ως ενεργό πρόταγμα ζωής.
Η εθνική ιδεολογία, με την αυθεντική της έννοια, μακριά από τις φθηνές ρητορείες, οφείλει να ανανοηματοδοτηθεί. Το έθνος είναι κοινότητα ιστορικής μνήμης και πολιτισμικής δημιουργίας. Η ελληνική γλώσσα, πηγή του ίδιου του νοήματος του κόσμου, πρέπει να ξαναγίνει αντικείμενο αγάπης. Να αναζητηθεί η αυθεντικότητά της, να επιδιωχθεί η επιστροφή στις ρίζες της. Να ειπωθεί ένα μεγάλο ΝΑΙ στην αρχαία ελληνική, στην αλεξανδρινή κοινή, στη βυζαντινή δημώδη εκδοχή της. Η γλώσσα μας είναι φορέας τρόπου σκέψης που διδάσκει το μέτρο, τη διάκριση, τη σχέση.
Παράλληλα, χρειάζεται επανεύρεση του χριστιανικού ήθους της αγάπης, της ευθύνης, της κοινωνίας. Η Ορθοδοξία, αν διαβαστεί υπαρξιακά, μπορεί να εμπνεύσει έναν πολιτισμό προσώπων, όπου το νόημα δεν είναι η ατομική επιβίωση, αλλά η μετοχή.
Κατεξοχήν πεδίο αυτής της αντεπίθεσης είναι μια παιδεία που θα μορφώνει ψυχή και νου, θα μαθαίνει στον νέο άνθρωπο να σκέφτεται, να δημιουργεί, να αγαπά τον τόπο του, τον συνάνθρωπο. Αυτή η παιδεία θα συνδέει τον μαθητή με το ελληνικό τοπίο, τη γλώσσα, τη μουσική, τη βυζαντινή και αρχαία παράδοση, ώστε να μπορεί να σταθεί στον κόσμο με ταυτότητα και ελευθερία.
Είναι μάταιο να αναμένεται η πολιτισμική αναγέννηση από το κράτος. Οι μικρές κοινότητες είναι η ελπίδα. Το μέλλον έρχεται προς το μέρος μας από σχολεία, ενορίες, συλλόγους, πρωτοβουλίες πολιτών, από ανθρώπους που θα ξαναβρούν τη χαρά του «μαζί». Ο ελληνικός πολιτισμός γεννήθηκε από τη συνάντηση, όχι από τη μοναξιά.
Τέλος, χρειάζεται ένα νέο συλλογικό όραμα. Να πάψει η πατρίδα μας να είναι επαρχία της Δύσης και να ξαναγίνει εργαστήριο νοήματος για τον κόσμο. Να προτείνει τρόπο ζωής που συνδυάζει την ελευθερία με τη σχέση, το πρόσωπο με την κοινότητα, την πίστη με τη λογική. Αυτό είναι το στοίχημα της εποχής μας: να αποδειχθεί ότι ο Ελληνισμός δεν είναι απομεινάρι του παρελθόντος, αλλά δυνατότητα μέλλοντος.
Αν ξαναθυμηθούμε, αν ξαναγευτούμε τη χαρά του κοινού βίου, της αλήθειας, της γλώσσας και της πίστης, τότε η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα αρμονικού τρόπου ζωής, που σώζει τον άνθρωπο από τη μοναξιά και τον κόσμο από την απανθρωπιά.


