Μικροί Γαβριάδες στο χωριό, με γόνατα ματωμένα στις ανελέητες οδομαχίες, κεφάλια γεμάτα πληγές από τον πετροπόλεμο και μονίμως ανυπόδητοι, σεργιανίζαμε την ανυποταξία μας στα καλντερίμια με μια βρεγμένη φέτα ψωμί στο χέρι, πασπαλισμένη με μια υποψία ζάχαρης και με μάτια πάντοτε σε επιφυλακή να αντικρίσουν το θαύμα.
- Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Στις επίσημες ώρες μονάχα, αδημονώντας σοβαρεύαμε. Και μια απ’ αυτές ήταν κάθε που ερχόταν στο σπίτι ο Γκίκας ο ταχυδρόμος, που είχε χάσει το δεξί χέρι στο κυνήγι και δεν μπορούσε πια να πηγαίνει με τις κομπανίες των μαστόρων της πέτρας στα ξένα κι είχε έξι στόματα να θρέψει, ο φουκαράς.
Η έλευσή του, όταν δρασκέλιζε το πλατύσκαλο εωθινός, ήταν γιορτή. Ενα φωτεινό παράθυρο στον έξω κόσμο, σαν αναπάντεχη υπενθύμιση που ζέσταινε την τραχιά καρδιά μας, ότι υπήρχαμε κι εμείς στην έγνοια κάποιων άλλων και δεν μας είχανε παρατήσει σε τούτη τη γωνιά της Γης κι απ’ τον Θεό ξεχασμένους.
«Γράμμα απ’ το Νιουγιόρκι, θεία Φωτεινή!» ανήγγελλε θριαμβευτικά, με όση οδοντοστοιχία τού είχε απομείνει, κι η γιαγιά μου πρόσταζε τις νύφες να τρατάρουν λουκούμι και τσίπουρο απ’ το καλό για τα συχαρίκια τον αγγελιοφόρο, μαζί μ’ ένα διφραγκάκι. Συνήθως αυτά τα μικρά διαλείμματα χαράς κρατούσανε λίγο κι είχαν την ίδια απογοητευτική κατάληξη. Γιατί η θεία μας η Δέσπω, που ξενιτεύτηκε στην Αμερική πριν από τον Μεσοπόλεμο κι είχε γιο «κεφάλι μεγάλο στην Τζενεράλ Ηλέκτρικ που βγάζει τα ψυγεία», όπως κορδωνόμασταν στους ξένους κι ας μην είχαμε δει μέχρι τότε ποτέ ψυγείο στη ζωή μας -για τα «ευπαθή» είχαμε το κελάρι και στην κουζίνα το φανάρι και τις παγοκολόνες-, είχε χάσει το μέτρημα.
Συνόδευε, βέβαια, συστηματικά το γράμμα με ένα μεγάλο δέμα με ρούχα, όμως, όταν το ανοίγαμε ανυπόμονα, διαπιστώναμε ότι δεν μας έκανε τίποτε! Τα παντελόνια κι οι βερμούδες ήταν τόσο φαρδιά που μας χωρούσαν όλους μαζί μέσα και τα πουκάμισα, κάτι χαβανέζικα με πολύχρωμα, φωσφοριζέ λαχούρια και στάμπες, μοιάζαν με φορέματα για παχουλές. Με τον καιρό δεν μας έκανε κέφι ν’ ανοίξουμε καν το μεγάλο χαρτοκιβώτιο με τις ξενικές σφραγίδες και το κοιτάγαμε άκεφοι, με καρδιά μαραμένη.
Μας έμενε όμως η χαρά της επαφής με τη γενναιόδωρη Αμερικάνα θεία που έκλεινε στο γράμμα κάμποσα κολλαριστά δολάρια και απαραιτήτως γελαστές, καλοβαλμένες οικογενειακές φωτογραφίες που η γιαγιά τις αρχειοθετούσε με επιμέλεια στο οικογενειακό άλμπουμ συγκινημένη κι έκρυβε ύστερα ευλαβικά τα λεφτά μαζί με το γράμμα στον κόρφο της, μουρμουρίζοντας κάτι παλιές ευχές στα δικά της.
Για να συντομεύω, πιστεύω πως δεν υφίσταται καμία ανάγκη επιστροφής σε κείνα τα δύσκολα χρόνια, όπου λυπημένες οι μανάδες βγαίναν στις ρούγες καρτερώντας με προσμονή τον ταχυδρόμο. Η καταφυγή στο μελό και στη ρομάντζα είναι για λεπταίσθητες ιδιοσυγκρασίες. Κι εμείς χρειαζόμαστε μια χώρα σύγχρονη που θα προσφέρει φθηνές και καλές δημόσιες υπηρεσίες, δείχνοντας στους ξεχασμένους ανθρώπους της περιφέρειας ότι υπάρχει κράτος που σέβεται τη ζωή τους και δεν την ξεπουλάει όπως ο Μητσοτάκης κι ο Χατζηδάκης τα ΕΛ.ΤΑ για να πλουτίσουν κάποιοι «φίλοι της κυβερνήσεως»…
* Συγκλονιστικό τραγούδι του Τσιτσάνη με αυτό το γλυκόλαλο σεφαραδίτικο πουλί, τη Στέλλα Χασκίλ, που ένωσε τον καημό όλων των μανάδων του Εμφυλίου.
Από τη στήλη «Σχοινί κορδόνι» της «δημοκρατίας»


